Μένω στο κέντρο της Αθήνας, το πολύ κέντρο. Άλλοτε, σχεδόν καθημερινά κατέβαινα με τα πόδια ως την Ομόνοια. Τελευταία το αποφεύγω. Όχι γιατί έχει καταντήσει όπως ξέρομε όλοι, αλλά γιατί έχω "βαρύνει ψυχολογικά". Τα χρόνια βλέπετε!
Χτες, προπαραμονή Χριστουγέννων, σουλατσάρισα στα γνωστά λημέρια. Η Αθήνα πάντα με ευχαριστεί. Την αισθάνομαι σα μάνα. Όπως και να τη δω την αγαπάω.
Ξεκίνησα λίγο μετά της 12 το μεσημέρι. Ε ναι, καλοπερασάκιας! Είχα ραντεβού με έναν πρώην συμμαθητή μου. Το συμμαθητής ακούγεται αστείο στην ηλικία μας, αλλά έτσι το λέμε μια ζωή.
Συναντηθήκαμε σε ένα στέκι, επί της Ιπποκράτους. Τουρ στα βιβλιοπωλεία. Κατηφορίσαμε. Στάση σε γνωστό χαρτοπωλείο. Έψαχνα ένα συγκεκριμένο καλεντάρι, για το 2011. Και μετά Αιόλου. Γεύμα σε πέριξ «λαϊκό» εστιατόριο. Ο Θοδωράκης (ο συμμαθητής μου) χτύπησε μπακαλέο σκορδαλιά. Εγώ τσιγαριστές σουπιές με σπανάκι. Πήραμε και ο ένας απ’ τον άλλον. Ναι, και από ένα ποτηράκι κόκκινο χύμα. Όλα καλά. Και μετά ανηφορίσαμε. Στη στάση «Πανεπιστήμιο» χωρίσαμε με το Θοδωράκη, για να πάρει το μετρό. Εγώ επέστρεψα σπίτι με τα πόδια.
Δεν έχω να πω τίποτα για την πόλη που να μην το ξέρετε, οπότε σιωπώ.
Για τους ανθρώπους θέλω να μιλήσω. Όσοι δεν έδειχναν φτωχοί, έδειχναν φοβισμένοι από τη φτώχια. Καταχνιά. Σαν η φτώχια να απλώνει το κοκκαλιάρικο χέρι της μέσα στο στήθος σου, να πιάνει την καρδιά σου και να στην παγώνει. Και οι μετανάστες, σίγουρα σε πάρα πολύ χειρότερη κατάσταση. Αυτοί έχουν να αντιμετωπίσουν και εμάς, με τις φοβίες μας.
Θυμάμαι ένα στιγμιότυπο, γύρω στα δεκαπέντε χρόνια πριν. Εκτός Αθηνών. Σε λαϊκή ψαραγορά μεγάλης πόλης της Βόρειας Ελλάδος. Διέσχιζα, περπατώντας σημειωτόν από την πολυκοσμία. Βρίσκομαι δίπλα από τις κασέλες ενός ψαροπωλείου και έχω κυριολεκτικά κολλήσει. Ο κόσμος είναι τσούρμο. Μπροστά στο ψαροπωλείο στέκεται μια κυρία. Τότε, δε θυμάμαι να προσδιόρισα την ηλικία της, αλλά με τα χρόνια την έχω τοποθετήσει στα 35-40. Φοράει μάλλον καπαρντίνα σκούρα μπλε, λίγο ξεβαμμένη. Σίγουρα μαντίλι. Δείχνει ένα ψάρι στον ψαροπώλη. Είναι ένα μικρό γριβάδι. Το γριβάδι ή πεταλούδα, είναι το φθηνότερο από τα λιμνόψαρα που μπορείς να βρεις στην αγορά (όσους νοτιοελλαδίτες έχω ρωτήσει δεν το ξέρουν). Ο ψαροπώλης παίρνει το ψάρι και το βάζει στη ζυγαριά. Δεν ακούω το διάλογο αλλά προφανώς, της λέει την τιμή. Το ψάρι είναι μικρότερο του μισού κιλού και η τιμή στην κασέλα λέει 40 δραχμές, το κιλό. Η κυρία ανοίγει το πορτοφόλι της και δείχνει να μετράει κάποια ψιλά. Στρέφεται και μιλάει στον ψαροπώλη. Αυτός με αγανακτισμένο ύφος της γνέφει όχι. Η κυρία κλείνει το πορτοφόλι της και αμέσως αρχίζει να απομακρύνεται. Προσπαθώ να πλησιάσω τον ψαροπώλη. Τον φτάνω. Τον ρωτάω τι ήθελε η κυρία. Μου λέει μορφάζοντας: «να της κόψω το μισό ψάρι». Πάγωσα. Φτώχια!
Η φτώχια υπήρχε πάντοτε. Αλλά, ο μέσος Έλληνας την είχε ξεχάσει. Τώρα φαίνεται ότι του ξαναχτυπά την πόρτα. Έτσι είναι η κατάσταση. Τι να κάνουμε;
Τουλάχιστον να μη χάσουμε την ανθρωπιά μας, αδέλφια. Και κυρίως, να αγαπάμε τον άνθρωπο. Όποιος και αν είναι αυτός. Όποιος, είπα. Αυτό είναι το μείζον. Και κατά το δυνατόν να βοηθάμε. Και όποιος βοηθάει χωρίς να του είναι δυνατόν, αυτός είναι ο αξιότερος.
Μακάρι ο καλός Θεούλης να στάξει λίγες σταγόνες βάλσαμο σε κάθε πονεμένη καρδούλα, σήμερα. Και κάθε μέρα.
Καλά Χριστούγεννα Έλληνες. Καλά Χριστούγεννα μετανάστες. Καλά Χριστούγεννα φτωχολογιά. Με αγάπη._
Από τον Πελοπονήσιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η επίσκεψη σας στο Θαλαμοφύλακα με τιμά ιδιαίτερως.
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι τρολλιές, οι κουτσουλιές και οι ύβρεις.
Τα υπόλοιπα θα μείνουν για πάντα εδώ, εκτεθειμένα σε κοινή θέα, γι αυτό πριν πατήσετε το κουμπί "Υποβολή", παρακαλώ να ξαναδιαβάσετε αυτό που γράψατε.