Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

ΑΝΤΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΕΝΑ ΒΗΜΑ, ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑ....


Ετούτες τις ημέρες συνηθίζουμε σαν λαός να βρισκόμαστε οι οικογένειες και να γιορτάζουμε την «Λαμπρή». Το Πάσχα και η Ανάσταση για εμάς τους Έλληνες είναι μία βιωματική κατάσταση, όχι λόγω θρησκείας, αλλά κυρίως λόγω ιστορίας. Τέτοιες ημέρες γεμίζουμε τα τραπέζια στα σπιτικά μας στα χωριά και κάνουμε κουβέντες…

Σε μια τέτοια κουβέντα βρέθηκα, όπου ένας γέροντας 85 χρονών μας μίλησε γι αυτά που σήμερα ζούμε. Και μίλησε με παράπονο, αλλά και με περηφάνια. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να γράψω ολόκληρη την κουβέντα του από την αρχή, μα το όσο μπόρεσα αξίζει να το μελετήσουμε όλοι εμείς που λέμε πολλά και δεν κάνουμε τίποτε.

«Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται»! Δυστυχώς, η σοφία του λαού σήμερα ζωντανεύει ολόγυρά μας, γίνεται σάρκα από τη σάρκα μας και οστά από τα οστά μας. Εμείς, οι έξυπνος λαός, εμείς που τίποτε δεν μας φοβίζει, σήμερα γενήκαμε δούλοι των δούλων και τρέμουμε μην χάσουμε τους ξευτελισμένους άρχοντές μας!!!

Έχω θυμώσει αδέρφια και ο θυμός μου δεν είναι με τούτους τους λεγάμενους, τους κοσμοπολίτες, τους περιλάλητους και περισπούδαστους που μας καθίσανε στον σβέρκο. Θύμωσα με εμένα, θύμωσα με εσάς. Γιατί μωρέ δεχόμαστε άπραγοι τοις βουλές τους; Γιατί τρώμε αμάσητο αυτά που οι χαφιέδες τους μας ταΐζουν καθημερινά; Μόλις λέμε πως πάμε να βρούμε το βήμα μας, να ΄σου πετάγεται ένας –δήθεν ανάμεσό μας- και καταριέται εκείνους που δεν σηκώνουν την θωριά τους…! Εκείνους που τιμούν τον όρκο τους, που σέβονται το νόμο και αυτό που εκφράζουν. Μιλάω για τα γραφόμενα και τις κατηγόριες σε έντιμους στρατιωτικούς ή αστυνομικούς και σε πολιτικούς που ντρέπονται για όσα ζούνε και η φωνή τους έχει γίνει άχρηστο σκουπίδι ανάμεσα σε άλλα σκουπίδια. Μιλάω για όλους όσους προσπαθούνε να μας σηκώσουν, να μας δώσουν κουράγιο, να μας ενώσουν ενάντια στους «απέναντι»… Κι εμείς τους λοιδωρούμε!

Γιατί ρε παιδιά μου; Τους ξέρουμε και από τα χτες; Και αν ναι, τι ξέρουμε; Αυτά που μας είπαν ή αυτά που έχουνε δει τα μάτια μας; Ειλικρινά, σας ρωτάω, είστε σίγουροι πως μήτε για εσάς έχει να πει ο γείτονάς σας, ο φίλος σας ή ο αδερφός σας; Αφού ξέρετε τι ράτσα είμαστε… Έξυπνοι πολύ και άλλο τόσο βλάκες. Φιλότιμοι πολύ και άλλο τόσο περήφανοι. Σαν το πουλί από τη μύτη μας πιάνουνε ετούτοι μωρέ και δεν το βλέπουμε; Η μύτη μας, η περηφάνια μας, στέκει ορθή, ψηλά και διεκδικούμε όλοι μας το αλάθητο. Πρώτος εγώ… Η μεγάλα μας κατάρα σήμερα μας κρατάει πεσμένους στο χώμα, εκεί που μας θέλουνε οι ψευτοαρχοντάδες μας. Κι εμείς, λαλούμε σαν τα κοκόρια και μετά… σιωπή. Γιατί μωρέ;

Ελάτε να βάλουμε μετάνοια μεταξύ μας… ελάτε ρε αδέρφια, ελάτε παιδιά μου να μονοιάσουμε. Ελάτε να χωρίσουμε σαν την ήρα από το στάρι και να σταθούμε απέναντί τους. Μας τρέμουν μωρέ, και τρίζουν τα κόκαλά τους από το φόβο τους όταν σκέφτονται πως εμείς θα γενούμε ένα αντί για σκορποχώρι που μας θέλουν… Τρέμει η ψυχή τους, σας το ορκίζομαι, όταν περνάει από το φτωχό τους το μυαλό πως θα καταφέρουμε να δούμε μπροστά και να ξεχωρίσουμε τα εμπόδια που μας κρατάνε. Ανθρωπάκια, δουλικά του κερατά, δίχως ανθρωπιά, σκατοσακούλες είναι όλοι τους. Κι εμείς σκύβουμε στους πλερωμένους και βουβοί λέμε ναι στις αλυσίδες που μας βάζουνε…

Μπήκαν στα σπίτια μας τα λυμασμένα και μας παίρνουν τις περιουσίες μας, σκοτώνουν το αύριο των παιδιών μας, κλέβουν το φαγητό μας, πουλάνε τους τάφους των γονιών μας κι εμείς ακόμη στεκόμαστε, αγάλματα θαρρείς και τους κοιτάμε!!! Ποιους; Τους λιμάρηδες, που κάποιοι τους έχουν για να ακουμπάνε τα πόδια τους στο δικό μας το βιός!!! Σιγά ρε αδέρφια, να το μετρήσουμε το πράμα, να το σκεφτούμε και να αποφασίσουμε, θα βρεθεί κάποιος ρουφιάνος κοντυλοφόρος τους να μας επεί. Τι σιγά ορέ; Το δικό σου σπιτικό χάνεται; Μήπως το δικό σου το παιδί γκρεμίζεται στα σκλαβοπάζαρα των αφεντάδων σου; Μήπως το δικό σου το πιάτο ορέ έχει μείνει άδειο;

Στη βράση κολλάει το σίδερο πατριώτες. Στη βράση μας έχουνε βάλει ολουνούς μας για να γεμίσουν τα δικά τους τα πιάτα με την δική μας την πραμάτεια. Πόσα ψέματα μας έχουνε πει; Τα μέτρησε κανείς σας; Να βγει να μας τα αραδιάσει. Πόσες φορές μας έχουνε γελάσει πετώντας ψίχουλα από το τραπέζι που κάνανε τα γλέντια τους, για να έχουνε να πούνε σήμερα πως μαζί τα φάγαμε; Και αφού τα φάγαμε μαζί, γιατί ρε ομορφάντρες μόνο το δικό μας το πιάτο αδειάζει αλλά το δικό σας όσο πάει και γιομίζει περσότερο; Δεν θέλω την απάντησή σας… Λαδιάρηδες, κλεφτοκοτάδες και δουλικά ήσασταν από γενισιμιού σας. Εμείς, ολουνούς όπως μας βλέπετε, κρατούσαμε το καράβι όσο εσείς γλεντούσατε και βρωμίζατε το καράβι που θα έπρεπε να τιμάτε σαν τη μάνα σας και να προσέχετε σαν τα μάτια σας. Και σήμερα μας βάζετε σπιούνους, τους ρουφιάνους σας, για να μας βάλετε να μαλώσουμε αναμεταξύ μας, για να μην σταθούμε όλοι μας απέναντί σας και να σας ζητήσουμε την πλερωμή για όλα αυτά που κάνατε και για όλα αυτά που δεν κάνατε;

Καλά τους τα λέω παιδιά μου; Αν τους τα λέω καλά, τότε τα λέω και σε σας. Ανάξιοι σταθήκαμε στο χρέος των προγόνων. Ανάξιοι σταθήκαμε στο χρέος των παιδιών μας. Ανάξιοι σταθήκαμε, αφού δεχτήκαμε το χρέος αυτονόνε. Γιατί μωρέ; Πάψαμε να είμαστε πατριώτες; Γιατί πέφτουμε στην παγίδα που τόσες φορές μας ρίξανε; Δεν μάθαμε από την ιστορία μας; Έχει καλώς, αφού σήμερα η ιστορία είναι γραμμένοι όπως τηνε θέλουνε οι αρχοντάδες μας και όχι όπως έγινε στ' αλήθεια. Μα, δεν μάθαμε και από το χτες που έγινε μαύρο σήμερα και ανύπαρκτο αύριο; Ε, τότενες είμαστε άχρηστοι. Μία παγίδα μας βάζουνε και πάντα την πατάμε. Διχόνοια… Διχόνοια που μας τρώει τα σωθικά όταν τους αφήνουμε να κάνουν την σπορά της. Ε! Ας σταματήσει ετούτο το κακό… Ήρθε αυτή η ώρα…

Κι εσύ, που αναρωτιέσαι που να κρατηθείς, σε ποιόν να ακουμπήσεις για να πατήσεις σε ένα σίγουρο αύριο, ένα έχω να σου πω αδερφέ μου: Ακούμπα στην καρδιά σου. Ακούμπα στο παιδί σου. Αν θέλεις, έλα πιάσου από το δικό μου χέρι. Και ας κάμουμε ένα βήμα εμπρός. Όχι άλλο πίσω… Και άμα τελειώσει η δουλειά που η ιστορία και το κακό μας το κεφάλι μας έχουνε αναθέσει, τότε να κάτσουμε και με ορμήνεια το καλό του σπιτιού μας, το καλό της μάνας μας της πατρίδας, να αποφασίσωμε. Να βρούμε τον άνθρωπο που δίπλα μας θα παλέψει, αυτόν που θα μοιραστεί τα ονείρατά μας και να του δώσουμε την ευθύνη να οδηγήσει το καράβι με καθαρή καρδιά…

Τι λες εσύ που φωνάζεις τώρα δα; Αυτά είναι όνειρα και έτσι θα πάμε άπατοι στην καταστροφή; Ίσως να είναι κι έτσι όπως τα λέει η αφεντιά σου, μα ίσως και όχι. Και ξέρεις κάτι να σου πω; Και αν κάνομε λάθος όλοι μας και κινδυνεύσει η πατρίδα μας, θα είμαστε περήφανοι που παλέψαμε και δεν σκύψαμε στους κλεφταράδες. Αλλά, θέλεις να σου πω και κάτι ακόμα; Όταν οι άνθρωποι σηκώνονται, όταν φωνάζουν και απαιτούνε το δίκιο τους, όπως το μωρό κλαίει ζητώντας να το ταΐσει η μάνα, τότε οι εξουσίες τρέμουν και αν δεν σκορπίσουν τρέχοντας πιότερα γρήγορα και από τον άνεμο, τότε προσπαθούνε να μας εκαλοπιάσουν έναν - έναν ή όλου μαζί και μας δίνουνε από τα κλεμένα ελπίζοντας να μας κοροϊδέψουν πάλι ή… ελπίζοντας να κρατήσουν τα κεφάλια τους στους λαιμούς τους. Πάντα οι εξουσίες έτρεμαν τον κοσμάκη, όταν αυτός εθύμωνε. Και ξέρεις γιατί συμβαίνει αυτό παιδί μου; Επειδή οι πραγματικές εξουσίες είναι στα χέρια τα δικά σου, του διπλανού σου, ολονών μας. Εμείς δίνουμε τις εξουσίες. Εμείς τις παίρνουμε πίσω. Έτσι πάει το πράμα. Έτσι πρέπει να πάει και σήμερα το πράμα. Τέρμα η κοροϊδία. Από λόγια ακούσαμε πολλά. Από τη μέρα που κι εγώ γεννήθηκα άκουγα μόνο λόγια, ψεύτικα και μεγάλα. Μόνο που σήμερα από ετούτα τα ψεύτικα τα λόγια χάνουμε τη δουλειά μας, χάνουμε τα σπίτια μας, χάνουμε τα παιδιά μας. Χάνουμε την ιστορία μας και εύχομαι μη δώσει ο Θεός και δούμε να χάνουμε την περφάνια μας και χώματα από την πατρίδα μας.

Και πούθε να βρούμε εκείνον που θα πάρει το βάρος και την ευθύνη να μας σηκώσει ξανά; Ο Θεός ξέρει και θα μας τονε φανερώσει. Να είστε σίγουροι γι αυτό. Δοκιμάστε μια φορά να αφήκετε τους εαυτούς σας στα χέρια του. Μέχρι τώρα άκριτα ή για μικροδουλειές και μικροσυμφέροντά σας, δίνατε την ευθύνη σε ανθρώπους που δεν το άξιζαν και που σας γέλασαν ξανά και ξανά. Επιτέλους! Άντε να βάλουμε μπροστά, να δώσουμε ένα τέλος σε αυτά τα κακορίζικα δουλικά και να αρχίσουμε το χτίσιμο, γιατί χαλάσανε πολύ απ’ την πατρίδα μας…

Ετούτα είχα να σας πω και συγχωρέστε με, αγράμματος άνθρωπος είμαι και δεν ξέρω να τα πω αλλιώς. Δώστε το σχώριο σας άμα σας κούρασα ή αν σας στενοχώρησα με τα πολλά που σας είπα. Δεν ξεύρω να τα λέω αλλιώς. Δεν μπορεί η καρδιά μου να τα πει όπως τα λένε οι διαβασμένοι και οι γραμματιζούμενοι… Μα, να σας το ξομολογηθώ, δεν μπορώ να είμαι άλλο σκλάβος για να ταΐζω άχρηστους επαγγελματίες πολιτικάντηδες. Σ’ όλη μου τη ζωή πάλευα με το χώμα και με τον ιδρώτα μου κατάφερα να έχω όλους εσάς σήμερα τριγύρω μου. Δεν έχω φοβηθεί τίποτε κι ας πέρασα δύσκολα χρόνια που εύχομαι να μην ζήσετε εσείς. Μονάχα δύο πράγματα είχα στο νου μου πάντα να με ορίζουν. Ένα ήταν η ορμήνεια του σχωρεμένου του πατέρα μου που μου είπε, να μην αφήσεις ποτέ άλλονε να γίνει κύρης του σπιτιού σου. Το δεύτερο είναι ο Θεός που η αγάπη Του μου έδωκε τη χαρά να ζήσω σε ετούτη τη γη. Και δεν έπαψα ποτέ να τον ευχαριστάω γι αυτό… Σ' όλα όσα σας είπα μπορεί να κάνω και λάθος. Άνθρωπος είμαι, αγαπάτε με. Μα εσείς, αν ξεύρετε το σωστό, κάντε το. Κάντε το βήμα, βάλτε μπροστά... Δεν αντέχει η καρδιά μου να σας βλέπει άλλο έτσι...

Κωνσταντίνος

http://kostasxan.blogspot.com

1 σχόλιο:

  1. Τι κείμενο είναι αυτό ?

    Έχει καρφωμένες σφήνες από το μυαλό μου!

    Βασανιστικές κι επίμονες λέξεις, προτάσεις και ιδέες...που με στοιχειώνουν τον τελευταίο καιρό...

    KostasL

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η επίσκεψη σας στο Θαλαμοφύλακα με τιμά ιδιαίτερως.

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι τρολλιές, οι κουτσουλιές και οι ύβρεις.

Τα υπόλοιπα θα μείνουν για πάντα εδώ, εκτεθειμένα σε κοινή θέα, γι αυτό πριν πατήσετε το κουμπί "Υποβολή", παρακαλώ να ξαναδιαβάσετε αυτό που γράψατε.