Γουστάρω την Κρίση. Λατρεύω τα Μνημόνια. Τη βρίσκω,
φτιάχνομαι, με ανεβάζει σε δυσθεώρητα ύψη – έτσι δεν το λεν οι γραμματιζούμενοι;
Είναι η καλύτερη εποχή της ζωής μου, δεν θα την άλλαζα με οτιδήποτε άλλο έχω
γνωρίσει μέχρι σήμερα…
Α. Του αφεντικού μας ο
λακές
Όλα τα χρόνια της ζωής μου ήμουν ένα τίποτα. Μέτριος
μαθητής, χωρίς κοινωνικές δεξιότητες, μουντός χαρακτήρας, περνούσα
απαρατήρητος, το φάντασμα του σχολείου. Οι άλλοι ήταν όμορφοι – ή κατάφερναν να
πείθουν ότι ήταν – φραγκάτοι, έστω και με δανεικά, καλοντυμένοι,
κοινωνικοί, αθλητικοί, είχαν γκόμενες, φίλους, παρέες. Εγώ περνούσα τις τάξεις
μόνο και μόνο επειδή όταν έφτανε η ώρα ο καθηγητής να βάλει τους βαθμούς, έξυνε
τη γκλάβα του μπροστά στ’ όνομά μου («ποιος πούστης είναι πάλι αυτός;») κι
έβαζε τελικά έναν συμβατικό βαθμό, από ντροπή που είχε μαθητή τον οποίο δεν
γνώριζε, αλλά και για να μην πέσει σε καμμία λούμπα και ξεφτιλιστεί. Σε άλλες
περιπτώσεις, μου ανέβαζε τον μέσο όρο η απλή συνωνυμία με κάποιο κοράκι
μεγαλύτερης τάξης – ο συνειρμός πάντοτε βοηθάει τα κενά μνήμης.
Στο τέλος της χρονιάς υπολόγιζα πόσο χρειαζόμουν να γράψω για να περάσω, χτυπούσα
και μπόλικη παπαγαλία (αν έχω ένα
προσόν, αυτό είναι η μνήμη ελέφαντα, όπως και η μνησικακία) και διατηρούσα τα
κεκτημένα μου. Έτσι κατάφερα να περάσω ακόμη και στο πανεπιστήμιο. Γιατί όχι;
Νομίζετε ότι οι άλλοι που πέρασαν στα χρόνια μου ήταν καλύτεροι; Εδώ περνούσαν
χωρίς καν να πιάνουν τη βάση στο Λύκειο, ο κάθε πικραμένος βγήκε μ’ ένα πτυχίο-κωλόχαρτο.
Τελείωσα λογιστής, με τον ίδιο τρόπο, όπως τέλειωσα το σχολείο. Το πιο βαρετό
επάγγελμα του κόσμου. Δεν μου προσέφερε ποτέ καμμία χαρά, καμμία κοινωνική
καταξίωση, καμμία πραγμάτωση. Βρήκα μια δουλίτσα των 700 ευρώ, έπιασα ένα σπίτι
- σαράντα τετραγωνικά μαζί με τη χέστρα – αγόρασα κι ένα μικρό μεταχειρισμένο
κατσαρίδι. Οι γονείς μου, συνταξιούχοι δάσκαλοι, πέθαναν στην ψάθα, χωρίς να μου αφήσουν το
παραμικρό περιουσιακό στοιχείο – ψόφος! Μικροαστός, μίζερος, αφανής, ταπεινός,
γκρίζος. Ανύπαρκτος! Τα μόνα
συναισθήματα που θυμάμαι το κενό μου να περιέχει, πίσω από το μπετόν αρμέ της
απάθειας και της μικροαστικής συμβατικότητας, ήταν πικρία, απογοήτευση, μειονεξία
και φθόνος, ω πόσο πολύς φθόνος για ό,τι είχαν οι άλλοι κι εγώ όχι. Ένιωθα
αδικημένος, κακόμοιρος, γκαντέμης, η μετενσάρκωση του Μέρφυ.
Μετά ήρθε η Κρίση,
που ο θεούλης να μας κόβει μέρες και να δίνει πανεπιστημιακές έδρες στον Jeffry. Γύρω μου τα πάντα
άρχισαν να βράζουν ξαφνικά, ο κόσμος ξέσπασε, κατέβηκε στις πλατείες. Μαζί
κατέβηκα κι εγώ, δεν με πρόσεξε όμως κανένας, όπως πάντα. Για κάποιο λόγο
ένιωσα πως ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το χάσω κι έτσι η συνήθης μου απάθεια
για πρώτη φορά υποχώρησε. Σκιώδης κι αθόρυβος, παρατηρούσα όσα συνέβαιναν, μέρα
με τη μέρα. Τους είδα όλους εκεί· τους ΔΑΠίτες και ΠΑΣΠίτες συμφοιτητές μου,
που περνούσαν τα μαθήματα με θέματα απ’ το κόμμα και με γλείψιμο στον καθηγητή,
εκείνους που διαγκωνίζονταν ρουφιανεύοντας τους αντίπαλους και μαχαιρώνοντας
πισώπλατα τους κομματικούς «φίλους», για
μια μελλοντική εξασφάλιση κάποιας θέσης στο κομματικό φαγοπότι. Εκείνους που
έβγαζαν γκόμενες πουλώντας γκλαμουριά, σε κλαμπάτους κομματικούς χορούς
πρωτοετών και σ’ εκδρομές στην Αράχωβα. Είδα τους Κνίτες, τους ΣΥΡΙΖαίους και
τους ακροαριστερούς, που πουλούσαν πνεύμα κι επανάσταση στις ταβέρνες και τα
κουλτουριάρικα καταγώγια, που όργαζαν σε συναυλίες κακόφωνων πανκοειδών
συγκροτημάτων, που δάκρυζαν σε ακαταλαβίστικες αρτιστίκ ταινίες – όπως η
γιαγιάδες τους στα παλιά χρόνια δάκρυζαν με τον Ξανθόπουλο – τους λαϊκούς
αγωνιστές των ακίνδυνων καταλήψεων και των παχιών λόγων, τώρα με κοιλιές, με
φαλάκρες, βολεμένους, συμβιβασμένους, ροδομάγουλους και προσφάτως
καταϊδρωμένους. Τους άκουσα να βρίζουν
υστερικά τα κόμματα που λάτρεψαν με θρησκευτική προσήλωση, να ουρλιάζουν
για τις καταραμένες τράπεζες, απ’ τις οποίες πήραν μέχρι σκασμού ένα σωρό
καταναλωτικά δάνεια, που όμως πλέον δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν, τους είδα να μουντζώνουν
και να φτύνουν τους πολιτικούς, που οι ίδιοι ψήφιζαν κι έγλειφαν τόσα χρόνια,
τους συνδικαλιστές που στήριζαν, το κράτος που προσκυνούσαν. Όμως όποιος δεν
μιλάει, βλέπει κι ακούει κι έτσι γρήγορα τα κατάλαβα όλα. Είδα στα μάτια τους
την απορία και τη σύγχυση εκείνου που νόμιζε πως θα γαμήσει όλον τον κόσμο κι
ένιωσε ξαφνικά δέκα αραπάδες να τον γαμάνε πατόκορφα, άκουσα πίσω απ’ τις
κραυγές τους το παράπονο της πουτάνας που την παράτησε ο νταβατζής της, την
αγανάκτηση του ευπατρίδη που έχανε ξαφνικά όλα του τα προνόμια και τους τίτλους,
το ψευτοκλάμα του κακομαθημένου παιδιού που του πήραν το γλειφιτζούρι του και
χτυπάει το πόδι στο πάτωμα με πείσμα.
Άρχισα να γελάω από μέσα μου πικρά και καυστικά. Ποτάμια χολής
και κακεντρέχειας ξεχύθηκαν από κάθε οπή του σώματός μου, από κάθε πόρο του
τομαριού μου, μνησίκακα, βουβά, ύπουλα, θανατηφόρα. Τότε είδα το φως το αληθινό.
Σκέφτηκα σαν τον λύκο που χαίρεται μες στην
αναμπουμπούλα, πως τώρα ήρθε η δικιά μου εποχή, η ώρα της δικαίωσης όσων είχα
μέσα μου καταπιέσει κι απωθήσει, η Μέρα
της Κρίσης των άλλων. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως όσα θεωρούσα έως σήμερα
ατυχία, τελικά αποτελούσαν πλέον μεγάλη τύχη. Δεν είχα ιδιοκτησία να μου φορολογήσουν,
δεν είχα δάνεια να μ’ εκβιάσουν, δεν είχα κανέναν που να κρέμεται από μένα, δεν
είχα χλιδάτες ανάγκες να περικόψω, δεν είχα κανέναν να του δώσω λόγο. Το μόνο
που έπρεπε να κάνω ήταν να διασφαλίσω τη δουλειά και το μισθό μου. Να όμως που
ο Μέρφυ έγινε ξαφνικά Γκαστόνε.
Δούλευα σε εξαγωγική εταιρεία του ιδιωτικού τομέα και το
αφεντικό μου είχε κάνει καλά τη μπάζα του. Είχε τρεις off-shore εταιρείες, είχε αρπάξει κρατικές επιδοτήσεις για
αναπτυξιακά έργα που ποτέ δεν είχε πραγματοποιήσει, κατείχε λογαριασμούς σ’
ελβετική τράπεζα, του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά. Είχα βοηθήσει τον
αρχιλογιστή στην κάλυψη όλων αυτών, είχα κρατήσει φυσικά όλα τα πειστήρια των
εγκλημάτων. Υπολόγισα προσεκτικά, πως σε
μια εποχή που οι εργαζόμενοι χάνουν με ραγδαίο ρυθμό όλα τα δικαιώματα που
είχαν κερδίσει άλλοι γι’ αυτούς, σε αλλοτινούς καιρούς, η «διαχείριση
ανθρώπινων πόρων» έχει όλο και μεγαλύτερη ανάγκη από ρουφιάνους και λακέδες.
Ποιος θα ήταν καλύτερος για έναν τέτοιο τιμητικό ρόλο από κάποιον αφανή
κι
αόρατο, ένα φάντασμα όπως εγώ; Έτσι έφτιαξα το πακέτο προσφοράς. Όταν
οσμίστηκα πως θα ξεκινούσαν οι απολύσεις και οι μειώσεις μισθών,
κινήθηκα πρώτος. Χτύπησα
την πόρτα του αφεντικού και του πρόσφερα ένα εξαιρετικό σχέδιο μεταφοράς
πόρων
προς τις off-shore, με ταυτόχρονη υπαγωγή
της εταιρείας στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα, μαζί με τα ονόματα όσων
υπαλλήλων της εταιρείας είχαν επικίνδυνες ανατρεπτικές τάσεις ή μεγάλα στόματα
κι αψαλίδιστες γλώσσες, βορά στις επικείμενες απολύσεις. Ακόμη και
χρηματοοικονομική μελέτη των μειώσεων μισθών του υπόλοιπου προσωπικού του
έκανα. Όχι μόνο δεν τόλμησε να διανοηθεί να με απολύσει ή να μου κάνει μείωση –
αφού η αναφορά στις off-shore ήταν αρκετή για να του
δείξει πως γνωρίζω αρκετά, ώστε αυτό θα του κόστιζε πολύ περισσότερα απ’ όσα θα
είχε να κερδίσει - αλλά σηκώθηκε δακρυσμένος από συγκίνηση (έκανε βλέπετε παρέα
με αρκετούς πολιτικούς) και με αγκάλιασε, διαβεβαιώνοντάς με πως «εμείς μαζί θα
γεράσουμε αγόρι μου». Μου υποσχέθηκε ότι ειδικά εμένα δεν θα μου μείωνε το
μισθό, άφησε να αιωρείται και μια αόριστη υπόσχεση για «μελλοντικές προοπτικές,
όταν στρώσουν κάπως τα πράγματα» . Του αντιπρότεινα να μου κάνει
τυπικά μείωση, για τα μάτια του κόσμου, και να μου δώσει τα ρέστα μαύρα, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα τα
κάλυπτα στα λογιστικά. «Μα πού ήταν χαμένο τόσα χρόνια τέτοιο ταλέντο;»
υπερθεμάτισε εκείνος με βεβιασμένο χαμόγελο.
Και τώρα κόσμε οι δυο
μας· έφτασε η ώρα της εκδίκησης!! Η μέχρι τότε απάθεια έδωσε τη θέση της σε
μια άγρια χαρά, που δεν είχε προηγούμενο. Ένιωσα για πρώτη φορά τη διάθεση να
διασκεδάσω χαιρέκακα με τον πόνο και την κατάντια των άλλων, να ξεράσω ηδονικά
στα μούτρα τους τη χολή που κατάπινα τόσα χρόνια. Η μειονεξία έδινε σταδιακά τη
θέση της σε μια αυτοεκτίμηση με νοσηρή ίσως βάση, όμως τόσο μα τόσο αναζωογονητική
κι ερεθιστική. «Δεν είν’ νεκρό αυτό που
αιώνια μπορεί να περιμένει…» κι εγώ περίμενα αρκετά· υπομονετικά, σιωπηλά,
στωικά. Βλέπετε, υπάρχει κάτι που οι περισσότεροι δεν μπορούν να κατανοήσουν,
ούτε καν το έχουν διανοηθεί: Η ευημερία
ενός ατόμου μέσα σε μία κοινωνία είναι σχετικό κι όχι απόλυτο μέγεθος και
καθορίζεται ως συνισταμένη αυτών που έχεις εσύ, σε σχέση με το σύνολο των
ατομικών σου αναγκών κι υποχρεώσεων, κυρίως όμως σε σχέση με αυτά που κατέχουν
οι άλλοι. Έτσι, τα ψωριάρικα 700 ευρώ που κάποτε αποτελούσαν αιτία
μεμψιμοιρίας κι αυτολύπησης, έφτασαν στις σημερινές συνθήκες ν’ αποτελούν έναν
παχυλό μισθό, ιδιαίτερα για κάποιον με τις ελάχιστες δικές μου ανάγκες,
υποχρεώσεις κι εξαρτήσεις. Η προνομιούχα γενιά των 700 ευρώ. Άρχισα να
αισθάνομαι δυνατός, έξυπνος και μάγκας. Με το αφεντικό αποκτήσαμε «τα μυστικά μας»,
έχω αναβαθμιστεί σε δεξί του χέρι (ή αρχίδι, όπως το δει κανείς). Πόσο πιο
καίρια, σημαντική κι ασφαλή θέση μπορεί να κατέχει κανείς; Αυτή ήταν όμως μόνον
η αρχή. Η προηγουμένως βαρετή και μαρτυρική εργάσιμη μέρα έγινε για μένα λούνα
παρκ. Εδώ και δυο χρόνια απολαμβάνω τη δουλειά μου όσο ποτέ άλλοτε κι επιτέλους
χαμογελώ στη διαδρομή από και προς το γραφείο, μ’ έχω πιάσει ακόμη και να
σιγοτραγουδώ αφηρημένα κάποιο χιτάκι της Πάολας ή του Κιάμου...
Β. Μικρές χαρές
Καβλώνω απίστευτα ν’ ακούω τους «συναδέλφους» να κλαίγονται
για τα βάσανά τους, που δεν τα βγάζουν πέρα, που δεν έχουν να στείλουν τα
μπάσταρδά τους στο φροντιστήριο, που ξεραίνουν το σκατό τους για να πληρώσουν το στεγαστικό και το χαράτσι
των γαμημένων σπιτιών τους, που μόλις πριν λίγα χρόνια μου έτριβαν στη μούρη
καυχησιάρικα – τα τζάκια, τις πυλωτές και τα μαρμάρινα πατώματα – για τα
διακοποδάνεια που τους κυνηγούν ανελέητα – χώστε τώρα τις ειδυλλιακές
φωτογραφίες σας από τις Βαρκελώνες και τις Βουδαπέστες, που μου μοστράρατε στο facebook τόσα
χρόνια, εκεί που ξέρετε γελοίοι. Ακόμη
περισσότερο τη βρίσκω να παίρνω περίλυπο ύφος, να δείχνω εμφανώς πως τους
λυπάμαι και να τους χτυπάω με οίκτο στην πλάτη. Γουστάρω να τους
ειρωνεύομαι παριστάνοντας κι εγώ τον ομοιοπαθή, να βρίζω το αφεντικό το μαλάκα
που μας έκοψε τους μισθούς, καταγράφοντας άγρυπνα όσους τολμήσουν να
συμφωνήσουν, ενώ την άλλη μέρα του ψιθυρίζω στο αυτί τα ονόματά τους. Πέφτω στα
πατώματα όμως (από μέσα μου φυσικά), όταν τους βλέπω να καταθέτουν τις
πινακίδες των ακριβών μοντέρνων τους αυτοκινήτων, που γυάλιζαν κάθε Κυριακή
επιδεικτικά έξω απ’ τις αυλές τους, εκείνα που τόσα χρόνια στο δρόμο, μου
έπαιζαν τα φώτα να μεριάσω, απειλώντας να περάσουν πάνω απ’ το ταπεινό μου
δεκαπενταετές σαραβαλάκι. Νιώθω τον βαθύτατο πόνο που προκαλεί στον Έλληνα η
απώλεια του μεγαλύτερου φετίχ του και κουνώ με κατανόηση το κεφάλι, ενώ από
μέσα μου καγχάζω «Κάντε εσείς στην άκρη τώρα ρε, εγώ κι η σακαράκα μου είμαστε
ακόμη στο δρόμο».
Όμως η καινούρια χαρά της ζωής δεν σταματά σ’ αυτά. Έχω
επιφυλάξει στον εαυτό μου μια σειρά από μικρές εσωτερικές απολαύσεις, από
εκείνες που κανένας δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί, όμως εμένα μου φτιάχνουν τη μέρα
και μου ομορφαίνουν την ύπαρξη. Ας πούμε, μια απ’ τις πιο αγαπημένες μου ασχολίες
- μιας κι αναφέραμε τ’ αυτοκίνητα – είναι να επισκέπτομαι τ’ απογεύματα τις
αντιπροσωπείες αυτοκινήτων. Φοράω τα καλά μου και βγαίνω στο σεργιάνι. Αφήνω
πάντα τη σακαράκα μου σε απόσταση, να μη με βλέπουν μαζί της. Μπαίνω στην
αντιπροσωπεία με ύφος μπλαζέ και σοβαρό και παριστάνω ότι ενδιαφέρομαι ν’
αγοράσω κάποιο μοντέλο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο διασκεδάζω με τους
πωλητές που διαγκωνίζονται ποιος θα με πρωτοεξυπηρετήσει, μερικές φορές μάλιστα
αγνοώ επιδεικτικά τον πρώτο που θα καταφτάσει, διαλέγοντας όποιον έχει μούρη
μεγαλύτερου μαλάκα. Στρογγυλοκάθομαι στα βελούδινα και στα δερμάτινα
καθίσματα, παίζω με τα φώτα, τους
υαλοκαθαριστήρες, το ηχοσύστημα, ανοίγω πορτ μπαγκάζ, ελέγχω σχολαστικά τις
πόρτες εάν κλείνουν καλά κι αν ανοίγουν εύκολα, παζαρεύω πρόσθετα gadgets, τους ρωτάω ένα σωρό
τεχνικά χαρακτηριστικά κι όταν τελικά βαρεθώ, τους λέω ένα «ευχαριστώ πολύ, θα
το σκεφτώ και θα επανέλθω» και φεύγω αφήνοντάς τους μπουκάλες.
Σε άλλες περιπτώσεις
πηγαίνω για shopping therapy. Κάθομαι γι’ αρκετή ώρα έξω από τη βιτρίνα εμπορικών
καταστημάτων με ελάχιστη κίνηση, αφού βεβαιωθώ ότι οι υπάλληλοι ή ο ιδιοκτήτης
με έχουν αντιληφθεί. Ευχαριστιέμαι να παίζω με την προσμονή τους – «θα μπει,
δεν θα μπει;» - κάνω πως απομακρύνομαι και με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ
την απογοήτευση στα πρόσωπά τους, μετά ξαναπλησιάζω, στέκομαι σκεπτικός κι όταν
τελικά νιώσω ότι τους έχω ψήσει αρκετά, μπαίνω μέσα. Παριστάνω τον απαιτητικό,
εκλεκτικό, δύσκολο κι αναποφάσιστο πελάτη. Εξονυχιστικά δοκιμάζω ρούχα και
παπούτσια, σε όλα βρίσκω εντέχνως κάποιο ελάττωμα, κατεβάζω όλο το μαγαζί κι
όταν σιγουρευτώ ότι τους έχω ξεθεώσει αρκετά, τότε αρχίζει το καλύτερο: Διαλέγω
όσα κομμάτια μου άρεσαν περισσότερο και πιάνω να παζαρεύω. Τους προτείνω
εξευτελιστικά χαμηλές τιμές, στο ένα τέταρτο και κάτω απ’ όσα θέλουν εκείνοι να
με χρεώσουν. Παζαρεύω ανελέητα, εξοντωτικά, τους φέρνω στα όριά τους και πέρα
απ’ αυτά. Εάν δεν λυγίσουν στο παζάρι, φεύγω πετώντας ένα ιοβόλο «με τέτοιες
τιμές δεν το γλιτώνετε το λουκέτο» και τους αφήνω σύξυλους να μαζέψουν όσα τους
ανάγκασα να κατεβάσουν απ’ τα ράφια, με τη φρούδα ελπίδα να μου τα πουλήσουν.
Μερικοί είναι τόσο απελπισμένοι, που τελικά δέχονται τις εξευτελιστικές μου
προσφορές. Έτσι έφτασα ακόμη κι εγώ ο άχρωμος κι άοσμος να κυκλοφορώ μέσα στην
κρίση ντυμένος φιγουρίνι, πιο κομψός κι απ’ τον Αβραμόπουλο που λέει ο λόγος.
Με όλα αυτά – την προσοχή, την ευγένεια, την περιποίηση, τον άπλετο χρόνο που
ξοδεύουν τόσοι άνθρωποι για την πάρτη μου – νιώθω επιτέλους σημαντικός, αξιοπρόσεκτος, έγινα
κι εγώ ξαφνικά «κάποιος», όπως δεν ήμουν ποτέ άλλοτε.
Μια φορά το μήνα παίρνω ρεπό απ’ τη δουλειά κι επιδίδομαι στο πιο αγαπημένο μου απ’ όλα τ’
αθλήματα, εκείνο της δολιοφθοράς ανθρώπινων συνειδήσεων και του μαυρίσματος
ανθρώπινων ψυχών. Σηκώνομαι πρωί πρωί, φοράω ρούχα φθαρμένα και παλιά,
προσπαθώντας να δείχνω όσο το δυνατόν πιο μίζερος και πάω να στηθώ στις ουρές
του ΕΟΠΥΥ, παρέα με τα γερόντια, που αποτελούν τον πρωινό μου στόχο. Έχω
φροντίσει από λίγες μέρες προηγουμένως να βλέπω τηλεόραση – Τρέμη, Στάη,
Πρετεντέρη και σία – και να διαβάζω Μανδραβέλη στο διαδίκτυο, ώστε να έχω
φρέσκα τα «επιχειρήματα» που θα σερβίρω στους αναξιοπαθούντες. Τρελαίνομαι να
βλέπω τη γενιά που με γαλούχησε – γονείς, δάσκαλοι, καθηγητές, καραβανάδες,
μπάτσοι, παλιά αφεντικά – να παραπονιούνται, να ταλαιπωρούνται, να δεινοπαθούν,
να σέρνονται. Μερικούς τους γνωρίζω, απ’ τη γειτονιά, το σχολείο ή το στρατό
(μέχρι και τον διοικητή μου στο πεζικό έχω
πετύχει), εκείνοι φυσικά ούτε που με θυμούνται. Περιμένω κάποιος ν’ αρχίσει να
παραπονιέται και τότε αρχίζει η παράσταση. Παίρνω την πάσα και ξεκινώ
διεκτραγωδώντας την κατάντια που βιώνουμε «εμείς οι νέοι», την ανεργία, την
ξενιτιά, τη φτώχεια, περιγράφω το μέλλον με τα πιο μελανά χρώματα – πράγμα στο
οποίο οι γέροι είναι ούτως ή άλλως επιρρεπείς – και σιγά σιγά, κουβέντα με την
κουβέντα, φορτώνω ύπουλα όλες τις ευθύνες στη γενιά τους, σ’ αυτούς τους
ίδιους, αποδομώντας όλα όσα έκαναν, πρόσφεραν ή έχτισαν σε όλη τους τη ζωή.
Ευφραίνομαι βαθύτατα όταν τους βλέπω να
σκύβουν σταδιακά το κεφάλι, ν’ αποδέχονται το ανάθεμα, να συνθηκολογούν με την
ιδέα πως όσα τραβάνε είναι το αντίτιμο για τις αμαρτίες τους (ευτυχώς η
χριστιανική τους διαπαιδαγώγηση καθιστά τούτο το έργο ιδιαίτερα εύκολο), ότι το
μαρτύριο του σήμερα είναι απλώς το καθαρτήριο, μπροστά στην κόλαση που τους
περιμένει στο τέλος και – γιατί όχι; - μετά το τέλος της άθλιας ζωής τους.
Αφού ξεβράσω όλα μου τα παιδιόθεν απωθημένα κι ενσταλάξω
αβυσσάλεα ενοχή στις ψυχές των ανήμπορων
ραμολιμέντων, σειρά έχουν οι ουρές του ΟΑΕΔ. Εκεί στόχος είναι η γενιά μου και
οι ακόμα νεώτεροι. Παριστάνω κι εγώ τον άνεργο, χρησιμοποιώντας τον ίδιο τρόπο
για να χωθώ στις συζητήσεις που ανοίγονται μουρμουριστά, στις ατέλειωτες ώρες
αναμονής. Εκεί που το κράτος έχει επιλέξει να ολοκληρώσει τον εξευτελισμό της
ανθρώπινης υπόστασης, στον ΟΑΕΔ της κοροϊδίας, διαλέγω κι εγώ να στήσω την
ηδονική αθλοπαιδιά μου. Φροντίζω μόνο να ανιχνεύσω προηγουμένως το χώρο, μην
τυχόν και βρίσκονται εκεί κάποιοι απ’ τους πρώην συναδέλφους, που με τη
στοργική μου φροντίδα πήραν την άγουσα για την ανεργία. Εκεί δίνω τα ρέστα μου.
Η γενική ιδέα είναι «φταίμε όλοι», «είμαστε η πιο αποτυχημένη γενιά που πέρασε
ποτέ απ’ τη χώρα», «είμαστε όλοι διεφθαρμένοι», «καλά μας κάνουν τέτοιοι που
είμαστε», «τόσα εκατομμύρια άνεργοι δεν πρόκειται οι περισσότεροι να ξαναβρούν
ποτέ δουλειά», «δεν υπάρχει κανένας τρόπος ν’ αντιδράσουμε», «πρέπει να κάνουμε
υπομονή για να σωθεί η χώρα» κλπ. Καλλιεργώ με κάθε τρόπο –πέρα απ’ την ενοχή
και τη συλλογική ευθύνη – την απελπισία, την παραίτηση και γενικότερα την ιδέα
πως η επέμβαση των ξένων στη χώρα είναι η μόνη πρέπουσα λύση για να μας σώσει
απ’ τους εαυτούς μας. Όσο πιο πολύ καταρρακώνονται βλέπετε οι όμοιοί μου, τόσο
εγώ ευημερώ και ξεχωρίζω. Η αθλιότητά τους κάνει τη δική μου μετρημένη ζωή να
φαντάζει ως ζωή μεγιστάνα, τη χρυσή μου παγερή μετριότητα ν’ αποκτά υπόσταση,
αξία και ψυχή. Κι αν κάποιοι απ’ αυτούς αυτοκτονήσουν κάτω απ’ το βάρος της
απελπισίας, δεν φταίω εγώ που είναι αδύναμοι. Επιτέλους, αρκετοί μαλάκες
μαζευτήκαμε σ’ αυτόν τον κόσμο, ώρα ν’ αραιώνουμε σιγά σιγά. Η ζωή είναι σκληρή
κι εγώ ακόμη σκληρότερος, στη μάχη για την επιβίωση και την επικράτηση, για την
χάρη της κοινωνικής καταξίωσης, του κύρους, του status. Έκαναν λάθος όσοι με υποτίμησαν
τόσα χρόνια, τεράστιο λάθος…
Ένα ακόμη απ’ τα
πλέον αγαπημένα μου αθλήματα στον στίβο της Κρίσης, είναι η φιλανθρωπία. Κλαίω
απ’ τα γέλια με τα υποκριτικά κνώδαλα που μασουλάνε την τσίχλα της αλληλεγγύης.
Τόσα χρόνια κοπρόσκυλα δεν έδινε κανείς δεκάρα για οποιονδήποτε εκτός του
εαυτού του, τώρα που βρεθήκατε από κάτω τη θυμηθήκατε. Δεν θα σας κάνω τη χάρη.
Καθημερινά μου δίνονται πολλές ευκαιρίες να επιδείξω την καλοσύνη μου και την
ανωτερότητά μου. Φροντίζω πάντοτε όταν ελεώ τον πλησίον μου να υπάρχουν
μάρτυρες, μην πάνε χαμένα τα λεφτουδάκια μου. Δίνω όμως μόνο σε όποιον ζήτουλα
δώσει την καλύτερη παράσταση, είμαι βλέπετε και φιλότεχνος τρομάρα μου. Όσο πιο
καημένος, φουκαράς, αξιολύπητος και κλαψομούνης εμφανιστεί μπροστά μου, όσο
περισσότερο παρακαλέσει, ει δυνατόν και γονατιστός, τόσα περισσότερα θα
κερδίσει. Η ταπείνωσή τους, ο θρόνος και το κλέος μου. Δίνω τον οβολό μου με
ύφος χριστιανικής μεγαλοψυχίας και αυταπάρνησης, αρωματισμένο με μια ελαφρά
εσάνς εγκαρτέρησης. Όσοι προσπαθούν να διατηρήσουν έστω μια ικμάδα αξιοπρέπειας,
δεν έχουν καμμία τύχη. Γι’ αυτούς κρατώ την πιο θανατερή μου ατάκα: «Άντε ρε να δουλέψεις, δεν ντρέπεσαι λιγάκι;».
Πρόσφατα όμως είδα μια μεσοαστή γρέντζω να ρίχνει αυτήν την ίδια ατάκα σ’ ένα
παιδάκι δέκα ετών και στεναχωρήθηκα. Μ’ έφαγε στη στροφή η άτιμη η κωλόγρια,
πρέπει επειγόντως ν’ ανασυνταχθώ… Άλλες φορές, μαζεύω ό,τι παλιό, ληγμένο και μουχλιασμένο
τρόφιμο διαθέτει το αρχαίο ντουλάπι μου και το πετάω στον κάδο έξω απ’ την
πολυκατοικία μου, όταν ξέρω ότι οι πεινασμένοι με βλέπουν, άσχετα αν κάνω τον
ανίδεο. Κάθομαι μετά αραχτός στο μικρό μου μπαλκόνι, φτιάχνω τον φραπέ μου,
ανάβω το τσιγάρο μου και χαζεύω τη μάχη που γίνεται στον κάδο, καθώς ορμούν για
ν’ αρπάξουν το μάννα εξ ουρανού. Αυτό είναι που λένε «ανταγωνιστικότητα» της οικονομίας.
Συναρπαστικό θέαμα, με γλιτώνει κι απ’ τα έξοδα για συνδρομή στη NOVA. Μετά, παίρνω τηλέφωνο
στη Δημοτική Αστυνομία και τους καταγγέλλω για τα υλικά που κλέβουν απ’ την
ιδιοκτησία του Δήμου, τέρμα πια η ανοχή στην ανομία. Καλό τους κάνω. Στη φυλακή
τουλάχιστον θα έχουν κι ένα πιάτο φαΐ, που πληρώνω εγώ ο φιλάνθρωπος, απ’ τους
φόρους μου.
Ήμουν ασήμαντος, μηδαμινός, ανύπαρκτος, ένας φτωχομπινές
μικροαστός, ένα στρογγυλό μηδενικό με μια τεράστια τρύπα στη μέση. Όμως τώρα
ήρθε η Κρίση κι άλλαξαν τα μέτρα και τα σταθμά. Διατήρησα σταθερά τη θέση μου,
ενώ από τα πάνω βρέχει πρώην βολεμένους που βουτάνε με τα μούτρα στον Καιάδα
του ορίου της φτώχειας, που γκρεμίζονται στην ανυπαρξία της εξαθλίωσης. Τους
δίνω κι εγώ άλλη μια σπρωξιά να πέσουν ακόμη χαμηλότερα. Δεν έχει σημασία που δεν ανέβηκα εγώ, αρκεί που έπεσαν οι άλλοι κι
όσοι περισσότεροι βουλιάζουν στο τέλμα, τόσο πιο σοφή, ικανή κι επαρκής
αποδεικνύεται η αφεντομουτσουνάρα μου. Ένιωθα παραγκωνισμένος, ριγμένος,
αδικημένος, όμως η Κρίση γέμισε τη ζωή μου με χίλιες δυο μικρές χαρές, κρυφές
ηδονές και μύχιες συγκινήσεις. Η ζωή μου
πήρε χρώμα, σημασία, κίνητρο κι ουσία, κέρδισα την αυτοεκτίμησή μου,
ξεφορτώθηκα στις καμπούρες των άλλων τ’ απωθημένα μου. Με τα 700 μου ευρώ έγινα άξαφνα σπουδαίος. Είμαι ο μέρμηγκας του
Αισώπου, που διαολοστέλνει μνησίκακα και μοχθηρά τον ετοιμοθάνατο τζίτζικα μες
στο καταχείμωνο, είμαι η μεσαία τάξη της νέας εποχής, είμαι πια σεβαστός, είμαι
πια επιτέλους αυτό που πάντοτε ονειρευόμουν: ένας Αστός Καθεστώς…
Να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα δηλαδή
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ σωστά, δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο ελάττωμα της φυλής, το πιο αρρωστημένο τμήμα της περίφημης "ελληνικής νοοτροπίας"; Μπορεί να μην βρίσκει κανείς τόσες... αρετές μαζεμένες σ' ένα άτομο, όπως στον παραπάνω χαρακτήρα, όμως είμαι σίγουρος ότι αυτόν τον τύπο τον έχετε όλοι ξαναδεί κάπου γύρω σας...
ΑπάντησηΔιαγραφή