Πέρασαν χρόνια από τότε που η Ελλάδα ξέφυγε, από αυτό που λέμε φτώχεια. Σε κάποια ορεινά χωριά της Μακεδονίας μας, αλλά και των ορεινών όγκων της υπόλοιπης Ελλάδας , υπήρχαν ακόμα οικογένειες, που ζούσαν φτωχικά και ταπεινά. Με τον κήπο τους, τα ζωντανά και τα ξύλα για ζεστασιά....
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ – 1942
Σε ένα ορεινό χωριό των Αγράφων, ο κυρ Παναγιώτης ετών 45, ταχυδρόμος, πηγαίνει κάθε δεύτερη μέρα, στα διπλανά χωριά και μαζεύει τα γράμματα για την πόλη. Το καλοκαίρι πηγαίνει με το γαϊδουράκι και στο γυρισμό φέρνει και λίγο σιτάρι για το ψωμί. Τον χειμώνα πηγαίνει με τα πόδια, μέσα στα χιόνια και περνώντας από μονοπάτια δύσβατα και κακοτράχαλα. Στο σπίτι η κυρά Φωτεινή ετών 40 με τα έξη παιδιά της, υποφέρει από πνευμονία, αλλά καταφέρνει να ζυμώσει και να κρατήσει το νοικοκυριό της. Η μάνα δύσκολα κρατιέται στην ζωή, αλλά ο γιατρός είναι χιλιόμετρα μακριά. Συγκοινωνία δεν υπάρχει, αλλά και χρήματα δεν υπάρχουν για να πάνε την μάνα στον γιατρό. Λίγες μέρες αργότερα, η μάνα υποκύπτει στην αρρώστια της και πεθαίνει. Ο πατέρας μαζί με την μεγάλη κόρη (ετών 14 ) μεγαλώνει την φαμιλιά. Χρήματα δεν υπάρχουν, οι Ιταλοί παίρνουν το λίγο γάλα από τις δυο γίδες, αλλά καταφέρνει να μεγαλώσει τις τρεις κόρες και τους τρεις γιους. Μόνος του, τσακίζει τα αγκωνάρια και φτιάχνει τις καλύβες, μόνος του καθαρίζει και σπέρνει τα χωράφια. Μόνος του, κόβει και κουβαλά τα ξύλα για να ζεστάνει το σπιτικό. Το μεσημεριανό γίνεται ένα με το βραδινό. Το κολατσιό είναι μισή γαλέτα και δυο ελιές με μια ντομάτα. Όμως η δίψα, για επιβίωση της οικογένειας είναι μεγάλη και δεν εγκαταλείπει. Οι κόρες καθαρίζουν τις αυλές και το πλακόστρωτο, ενώ στο σπίτι τα παιδιά διαβάζουν, με την φλόγα της φωτιάς από το τζάκι. Υπάρχει φτώχεια, αλλά τα παιδιά υπάκουα και αγαπημένα μεταξύ τους, ξεκουράζουν και βοηθούν τον πατέρα όσο μπορούν. Δεν παραπονιούνται ακόμα κι όταν η σούπα είναι σκέτο νερό.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ-1957
Νοέμβριος. Στο ίδιο ορεινό χωριό ο Κώστας (ετών 16) ξύπνησε νωρίς. Ο πατέρας του, τον στέλνει στην πόλη, να κάνει το καλαμπόκι αλεύρι. Έξω βρέχει δυνατά, αλλά αυτός φορτώνει το μουλάρι. Αμούστακο παιδί ακόμα, αλλά το δρομολόγιο το ξέρει. Από μικρός μεγαλωμένος στο βουνό, ξέρει καλά τα μονοπάτια και τον δρόμο. Κλέβει λίγο καπνό από την τσέπη του πατέρα του, για ένα τσιγαράκι στον δρόμο και ξεκινά. Το φως της μέρας αργεί ακόμα και πρέπει να είναι νωρίς στην πόλη. Να προλάβει να γυρίσει πριν ξανάνυχτώσει . Ανεβαίνοντας σιγά σιγά τα μονοπάτια, τραγουδάει και καπνίζει το τσιγαράκι για να ξεχάσει το κρύο και την βροχή. Έφτασε στην ράχη ,αλλά εκεί το χιόνι είναι πυκνό. Τι να κάνω σκέφτηκε. Να γυρίσω αποκλείεται, γιατί χωρίς αλεύρι δεν έχει ψωμί. Συνεχίζει σιγά σιγά μέσα στα χιόνια. Ευτυχώς που ξέρει το βουνό καλά. Το χιόνι όμως δεν αστειεύεται. Κρατώντας το χαλινάρι από το μουλάρι και περπατώντας αργά αλλά σταθερά, τόσο πιο πολύ βουλιάζει. Τα πόδια του έχουν αρχίσει και παγώνουν, αφού έχει βουλιάξει ως το γόνατο. Λίγο πιο πέρα είναι ένα εκκλησάκι, οι Άγιοι Απόστολοι και αποφασίζει να πάει εκεί. Κάποια στιγμή το βρίσκει και μπαίνει μέσα. Μαζί και το μουλάρι. Έξω δεν έχει ξημερώσει ακόμη και το κρύο είναι τσουχτερό. Ανάβει το καντηλάκι και ένα κερί για να βλέπει, αλλά προσπαθεί και να ζεστάνει λίγο τα χέρια του. Πέρασαν ώρες, ποιος ξέρει πόσες, αλλά το χιόνι συνεχίζει να πέφτει. Αποκλεισμένος στο εκκλησάκι, τρώει δυο κομμάτια πίττα που είχε μαζί του και ένα μήλο. Το παγούρι άδειασε, αλλά το γέμισε με χιόνι και το έλιωσε από την φλόγα του κεριού. Νύχτωσε και αυτός ακόμα εκεί. Η ανάσα από το μουλάρι τον ζεσταίνει λίγο, αλλά το κρύο είναι πολύ. Κάποια στιγμή τον αποπήρε ο ύπνος. Δεν κατάλαβε την ώρα που πέρασε. Σηκώθηκε κάποια στιγμή και κοίταξε έξω. Το χιόνι σταμάτησε να πέφτει και άδραξε την ευκαιρία να φύγει . Μέσα στο κρύο και στο χιόνι περπάτησε για αρκετή ώρα μέχρι να φτάσει στο Καρπενήσι. Εκεί, έκανε την δουλειά που τον έστειλε να κάνει ο πατέρας του και σύντομα ξεκίνησε πάλι για την επιστροφή. Με τις ίδιες δυσκολίες και αντιξοότητες κατάφερε να φτάσει στο σπίτι. Σύντομα πάλι θα ξανακάνει την ίδια διαδρομή. Η οικογένεια έχει ανάγκες και πάντα τα μεγαλύτερα παιδιά επωμίζονται περισσότερες δουλειές. Ο αγώνας για την επιβίωση είναι σκληρός και δεν κάνει διακρίσεις. Ούτε σε ηλικίες, ούτε σε φύλο, ούτε σε καιρικές συνθήκες.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΤΗ -1985
Σε ένα σχολείο στο ίδιο ορεινό χωριό υπάρχουν περίπου 35 παιδιά. Δημοτικό και γυμνάσιο τριτάξιο. Κάποια τμήματα του Δημοτικού είναι μαζί. Η πρώτη, η δευτέρα και η Τρίτη, είναι τα παιδιά όλα μαζί. Τα νεότερα ζευγάρια του χωριού, έχουν φύγει προ πολλού για τις μεγάλες πόλεις. Εκεί που οι πολιτικοί έταξαν δουλειές και χρήμα, για την άγρα ψήφων. Οικογένειες ολόκληρες, έκαναν εσωτερική μετανάστευση. Θυρωροί, επιστάτες, οδηγοί, οικοδόμοι, σερβιτόροι και αστυνομικοί είναι η ζήτηση και η ανταπόδοση ψήφου. Παράτησαν χωράφια,περιουσίες, ζωντανά και φίλους για τα φώτα πολυτελείας της Αθήνας. Ο γιος μου είναι καλά, παίρνει καλά λεφτά έλεγαν με καμάρι στο χωριό. Η κόρη μου παντρεύτηκε κάποιον που είναι δημόσιος υπάλληλος, έλεγε κάποια άλλη, όλο κομπασμό για την τύχη της θυγατέρας. Το χρήμα της πόλης δελέασε πολλούς ¨χαζούς¨ χωρικούς αλλά όχι όλους. Κάποιοι έμειναν πίσω. Τα παιδιά τους, πηγαίνουν ακόμα με τα πόδια στο διπλανό χωριό για να πάνε σχολείο. Τα μεγαλύτερα του λυκείου φεύγουν τον Σεπτέμβριο και γυρίζουν τα Χριστούγεννα. Και μετά πάλι τα Φώτα ως τον Ιούνιο. Μακριά από γονείς και αδέλφια. Χωρίς λεφτά και φροντίδα. Μόνα τους στην επιβίωση από νωρίς. Αλλά η δίψα για μάθηση τους κάνει δυνατούς. Στις πόλεις τα παιδιά, παίζουν στα γήπεδα και πάνε κινηματογράφο . Στα χωριά παίζουν στις αλάνες και βλέπουν τηλεόραση. Στις πόλεις τρώνε ΜΠΟΖΟ γαριδάκια και στο χωριό ακόμα ψωμί με λάδι και ζάχαρη.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ-2010
Στο χωριό δεν υπάρχουν πια παιδιά. ΔΕΝ υπάρχουν νέοι. Ο πιο μικρός είναι 25 και αυτός, γιατί δεν έχει τρόπο για να φύγει. Στην Αθήνα τα παιδιά παίζουν PLAYSTATION και pro. Τα πάρκα αναψυχής μεγαλώνουν και ξεζουμίζουν τον μισθό του πατέρα. Οι γειτονιές και τα σπίτια είναι ερμητικά κλειστά. Κανένα παιδί δεν παίζει στον δρόμο γιατί φοβάται. Οι αλλοδαποί και οι ληστείες, έχουν κάνει τους γονείς τρομαγμένους. Δεκαπέντε μέρες στο χωριό, δεν είναι αρκετές για τα παιδιά να χορτάσουν παιχνίδι. Μα κι εκεί όταν πάνε, τα περισσότερα όλο internet και facebook είναι. Η χλιδή της πόλης δεν ζηλεύεται πια. Αλλά ποιος να γυρίσει πίσω.;; Ποιο παιδί αντέχει να περάσει αυτά που οι γονείς του και οι παππούδες του πέρασαν; Και ποια είναι η ΕΛΛΑΔΑ μας ΤΕΛΙΚΑ ;;; Αυτή που μας δείχνουν οι πολιτικοί ;; Αυτοί που μεγάλωσαν με σκατά και λάσπες. Οι αυτοί που μόχθησαν και εργάστηκαν ;; Που είναι το ήθος και το φιλότιμο των ΕΛΛΗΝΩΝ ; Ποιοι είναι τελικά οι ΕΛΛΗΝΕΣ;; Αυτοί που ζουν με κλεμμένα η αυτοί που ζουν με ιδρώτα ;;;
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο κυρ Παναγιώτης ήταν ο παππούς μου. Μεγάλωσε με φτώχεια, ήθος και τιμιότητα την μάνα μου. Κι αυτή, μεγάλωσε το ίδιο και εμένα.
Ο Κώστας ήταν ο πατέρας μου και αφιερώνω αυτό το κείμενο στην μνήμη του. Σήμερα, κλείνει πέντε χρόνια μακριά μου. Λεβέντης, εργατικός και τίμιος ως την τελευταία μέρα. Ο θεός ας αναπαύσει την ψυχή του.
Σήμερα, Απρίλιος του 2011 η φτώχεια ξαναχτύπησε πάλι την ΕΛΛΑΔΑ. Οικογένειες ανέργων και καταχρεωμένων νοικοκυριών παντού. Επιχειρήσεις κλείνουν η μια πίσω από την άλλη. Νέοι φεύγουν για το εξωτερικό, αρνούμενοι να παλέψουν για την χώρα τους. Πάντα η εύκολη λύση ήταν η φυγή. Μακριά από τα σπίτια τους. Προτιμούν να πλένουν πιάτα στο εξωτερικό παρά εδώ. ΨΩΡΟΕΓΩΙΣΜΟΣ λέω εγώ. Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα από παλιά. Δεν φτάνει το ψωμί και το αλεύρι για να ζήσει κάποιος. Αλλά όλοι εσείς, που έχετε ένα χωριουδάκι, γυρίστε πίσω και αγωνιστείτε για ένα καλύτερο αύριο. ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ χωρίς εγωισμούς και μίσος. Μόνο η αλληλεγγύη και η φιλία θα σώσουν την ΕΛΛΑΔΑ μας. Και μην ξεχνάτε πως ΕΛΛΑΔΑ δεν είναι η Αθήνα. Είναι, όλο το υπόλοιπο κομμάτι της. Αυτό που χύσαμε αίμα για να ξαναποκτήσουμε και κάποιοι ¨¨ΠΟΥΛΑΝΕ¨¨ για να κονομήσουν. Κανένα ΕΛΕΟΣ στους δοσίλογους . Αλλά με αγώνα τίμιο και δουλειά .Και στο τέλος, πάλι θα νικήσουμε, γιατί η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ.
ΟΣΟ ΖΩ ΕΛΠΙΖΩ...
Εξαιρετικό άρθρο του Ελευθεριάδη Ομηρου στο βιβλίο των προσώπων.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ – 1942
Σε ένα ορεινό χωριό των Αγράφων, ο κυρ Παναγιώτης ετών 45, ταχυδρόμος, πηγαίνει κάθε δεύτερη μέρα, στα διπλανά χωριά και μαζεύει τα γράμματα για την πόλη. Το καλοκαίρι πηγαίνει με το γαϊδουράκι και στο γυρισμό φέρνει και λίγο σιτάρι για το ψωμί. Τον χειμώνα πηγαίνει με τα πόδια, μέσα στα χιόνια και περνώντας από μονοπάτια δύσβατα και κακοτράχαλα. Στο σπίτι η κυρά Φωτεινή ετών 40 με τα έξη παιδιά της, υποφέρει από πνευμονία, αλλά καταφέρνει να ζυμώσει και να κρατήσει το νοικοκυριό της. Η μάνα δύσκολα κρατιέται στην ζωή, αλλά ο γιατρός είναι χιλιόμετρα μακριά. Συγκοινωνία δεν υπάρχει, αλλά και χρήματα δεν υπάρχουν για να πάνε την μάνα στον γιατρό. Λίγες μέρες αργότερα, η μάνα υποκύπτει στην αρρώστια της και πεθαίνει. Ο πατέρας μαζί με την μεγάλη κόρη (ετών 14 ) μεγαλώνει την φαμιλιά. Χρήματα δεν υπάρχουν, οι Ιταλοί παίρνουν το λίγο γάλα από τις δυο γίδες, αλλά καταφέρνει να μεγαλώσει τις τρεις κόρες και τους τρεις γιους. Μόνος του, τσακίζει τα αγκωνάρια και φτιάχνει τις καλύβες, μόνος του καθαρίζει και σπέρνει τα χωράφια. Μόνος του, κόβει και κουβαλά τα ξύλα για να ζεστάνει το σπιτικό. Το μεσημεριανό γίνεται ένα με το βραδινό. Το κολατσιό είναι μισή γαλέτα και δυο ελιές με μια ντομάτα. Όμως η δίψα, για επιβίωση της οικογένειας είναι μεγάλη και δεν εγκαταλείπει. Οι κόρες καθαρίζουν τις αυλές και το πλακόστρωτο, ενώ στο σπίτι τα παιδιά διαβάζουν, με την φλόγα της φωτιάς από το τζάκι. Υπάρχει φτώχεια, αλλά τα παιδιά υπάκουα και αγαπημένα μεταξύ τους, ξεκουράζουν και βοηθούν τον πατέρα όσο μπορούν. Δεν παραπονιούνται ακόμα κι όταν η σούπα είναι σκέτο νερό.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ-1957
Νοέμβριος. Στο ίδιο ορεινό χωριό ο Κώστας (ετών 16) ξύπνησε νωρίς. Ο πατέρας του, τον στέλνει στην πόλη, να κάνει το καλαμπόκι αλεύρι. Έξω βρέχει δυνατά, αλλά αυτός φορτώνει το μουλάρι. Αμούστακο παιδί ακόμα, αλλά το δρομολόγιο το ξέρει. Από μικρός μεγαλωμένος στο βουνό, ξέρει καλά τα μονοπάτια και τον δρόμο. Κλέβει λίγο καπνό από την τσέπη του πατέρα του, για ένα τσιγαράκι στον δρόμο και ξεκινά. Το φως της μέρας αργεί ακόμα και πρέπει να είναι νωρίς στην πόλη. Να προλάβει να γυρίσει πριν ξανάνυχτώσει . Ανεβαίνοντας σιγά σιγά τα μονοπάτια, τραγουδάει και καπνίζει το τσιγαράκι για να ξεχάσει το κρύο και την βροχή. Έφτασε στην ράχη ,αλλά εκεί το χιόνι είναι πυκνό. Τι να κάνω σκέφτηκε. Να γυρίσω αποκλείεται, γιατί χωρίς αλεύρι δεν έχει ψωμί. Συνεχίζει σιγά σιγά μέσα στα χιόνια. Ευτυχώς που ξέρει το βουνό καλά. Το χιόνι όμως δεν αστειεύεται. Κρατώντας το χαλινάρι από το μουλάρι και περπατώντας αργά αλλά σταθερά, τόσο πιο πολύ βουλιάζει. Τα πόδια του έχουν αρχίσει και παγώνουν, αφού έχει βουλιάξει ως το γόνατο. Λίγο πιο πέρα είναι ένα εκκλησάκι, οι Άγιοι Απόστολοι και αποφασίζει να πάει εκεί. Κάποια στιγμή το βρίσκει και μπαίνει μέσα. Μαζί και το μουλάρι. Έξω δεν έχει ξημερώσει ακόμη και το κρύο είναι τσουχτερό. Ανάβει το καντηλάκι και ένα κερί για να βλέπει, αλλά προσπαθεί και να ζεστάνει λίγο τα χέρια του. Πέρασαν ώρες, ποιος ξέρει πόσες, αλλά το χιόνι συνεχίζει να πέφτει. Αποκλεισμένος στο εκκλησάκι, τρώει δυο κομμάτια πίττα που είχε μαζί του και ένα μήλο. Το παγούρι άδειασε, αλλά το γέμισε με χιόνι και το έλιωσε από την φλόγα του κεριού. Νύχτωσε και αυτός ακόμα εκεί. Η ανάσα από το μουλάρι τον ζεσταίνει λίγο, αλλά το κρύο είναι πολύ. Κάποια στιγμή τον αποπήρε ο ύπνος. Δεν κατάλαβε την ώρα που πέρασε. Σηκώθηκε κάποια στιγμή και κοίταξε έξω. Το χιόνι σταμάτησε να πέφτει και άδραξε την ευκαιρία να φύγει . Μέσα στο κρύο και στο χιόνι περπάτησε για αρκετή ώρα μέχρι να φτάσει στο Καρπενήσι. Εκεί, έκανε την δουλειά που τον έστειλε να κάνει ο πατέρας του και σύντομα ξεκίνησε πάλι για την επιστροφή. Με τις ίδιες δυσκολίες και αντιξοότητες κατάφερε να φτάσει στο σπίτι. Σύντομα πάλι θα ξανακάνει την ίδια διαδρομή. Η οικογένεια έχει ανάγκες και πάντα τα μεγαλύτερα παιδιά επωμίζονται περισσότερες δουλειές. Ο αγώνας για την επιβίωση είναι σκληρός και δεν κάνει διακρίσεις. Ούτε σε ηλικίες, ούτε σε φύλο, ούτε σε καιρικές συνθήκες.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΤΗ -1985
Σε ένα σχολείο στο ίδιο ορεινό χωριό υπάρχουν περίπου 35 παιδιά. Δημοτικό και γυμνάσιο τριτάξιο. Κάποια τμήματα του Δημοτικού είναι μαζί. Η πρώτη, η δευτέρα και η Τρίτη, είναι τα παιδιά όλα μαζί. Τα νεότερα ζευγάρια του χωριού, έχουν φύγει προ πολλού για τις μεγάλες πόλεις. Εκεί που οι πολιτικοί έταξαν δουλειές και χρήμα, για την άγρα ψήφων. Οικογένειες ολόκληρες, έκαναν εσωτερική μετανάστευση. Θυρωροί, επιστάτες, οδηγοί, οικοδόμοι, σερβιτόροι και αστυνομικοί είναι η ζήτηση και η ανταπόδοση ψήφου. Παράτησαν χωράφια,περιουσίες, ζωντανά και φίλους για τα φώτα πολυτελείας της Αθήνας. Ο γιος μου είναι καλά, παίρνει καλά λεφτά έλεγαν με καμάρι στο χωριό. Η κόρη μου παντρεύτηκε κάποιον που είναι δημόσιος υπάλληλος, έλεγε κάποια άλλη, όλο κομπασμό για την τύχη της θυγατέρας. Το χρήμα της πόλης δελέασε πολλούς ¨χαζούς¨ χωρικούς αλλά όχι όλους. Κάποιοι έμειναν πίσω. Τα παιδιά τους, πηγαίνουν ακόμα με τα πόδια στο διπλανό χωριό για να πάνε σχολείο. Τα μεγαλύτερα του λυκείου φεύγουν τον Σεπτέμβριο και γυρίζουν τα Χριστούγεννα. Και μετά πάλι τα Φώτα ως τον Ιούνιο. Μακριά από γονείς και αδέλφια. Χωρίς λεφτά και φροντίδα. Μόνα τους στην επιβίωση από νωρίς. Αλλά η δίψα για μάθηση τους κάνει δυνατούς. Στις πόλεις τα παιδιά, παίζουν στα γήπεδα και πάνε κινηματογράφο . Στα χωριά παίζουν στις αλάνες και βλέπουν τηλεόραση. Στις πόλεις τρώνε ΜΠΟΖΟ γαριδάκια και στο χωριό ακόμα ψωμί με λάδι και ζάχαρη.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ-2010
Στο χωριό δεν υπάρχουν πια παιδιά. ΔΕΝ υπάρχουν νέοι. Ο πιο μικρός είναι 25 και αυτός, γιατί δεν έχει τρόπο για να φύγει. Στην Αθήνα τα παιδιά παίζουν PLAYSTATION και pro. Τα πάρκα αναψυχής μεγαλώνουν και ξεζουμίζουν τον μισθό του πατέρα. Οι γειτονιές και τα σπίτια είναι ερμητικά κλειστά. Κανένα παιδί δεν παίζει στον δρόμο γιατί φοβάται. Οι αλλοδαποί και οι ληστείες, έχουν κάνει τους γονείς τρομαγμένους. Δεκαπέντε μέρες στο χωριό, δεν είναι αρκετές για τα παιδιά να χορτάσουν παιχνίδι. Μα κι εκεί όταν πάνε, τα περισσότερα όλο internet και facebook είναι. Η χλιδή της πόλης δεν ζηλεύεται πια. Αλλά ποιος να γυρίσει πίσω.;; Ποιο παιδί αντέχει να περάσει αυτά που οι γονείς του και οι παππούδες του πέρασαν; Και ποια είναι η ΕΛΛΑΔΑ μας ΤΕΛΙΚΑ ;;; Αυτή που μας δείχνουν οι πολιτικοί ;; Αυτοί που μεγάλωσαν με σκατά και λάσπες. Οι αυτοί που μόχθησαν και εργάστηκαν ;; Που είναι το ήθος και το φιλότιμο των ΕΛΛΗΝΩΝ ; Ποιοι είναι τελικά οι ΕΛΛΗΝΕΣ;; Αυτοί που ζουν με κλεμμένα η αυτοί που ζουν με ιδρώτα ;;;
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο κυρ Παναγιώτης ήταν ο παππούς μου. Μεγάλωσε με φτώχεια, ήθος και τιμιότητα την μάνα μου. Κι αυτή, μεγάλωσε το ίδιο και εμένα.
Ο Κώστας ήταν ο πατέρας μου και αφιερώνω αυτό το κείμενο στην μνήμη του. Σήμερα, κλείνει πέντε χρόνια μακριά μου. Λεβέντης, εργατικός και τίμιος ως την τελευταία μέρα. Ο θεός ας αναπαύσει την ψυχή του.
Σήμερα, Απρίλιος του 2011 η φτώχεια ξαναχτύπησε πάλι την ΕΛΛΑΔΑ. Οικογένειες ανέργων και καταχρεωμένων νοικοκυριών παντού. Επιχειρήσεις κλείνουν η μια πίσω από την άλλη. Νέοι φεύγουν για το εξωτερικό, αρνούμενοι να παλέψουν για την χώρα τους. Πάντα η εύκολη λύση ήταν η φυγή. Μακριά από τα σπίτια τους. Προτιμούν να πλένουν πιάτα στο εξωτερικό παρά εδώ. ΨΩΡΟΕΓΩΙΣΜΟΣ λέω εγώ. Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα από παλιά. Δεν φτάνει το ψωμί και το αλεύρι για να ζήσει κάποιος. Αλλά όλοι εσείς, που έχετε ένα χωριουδάκι, γυρίστε πίσω και αγωνιστείτε για ένα καλύτερο αύριο. ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ χωρίς εγωισμούς και μίσος. Μόνο η αλληλεγγύη και η φιλία θα σώσουν την ΕΛΛΑΔΑ μας. Και μην ξεχνάτε πως ΕΛΛΑΔΑ δεν είναι η Αθήνα. Είναι, όλο το υπόλοιπο κομμάτι της. Αυτό που χύσαμε αίμα για να ξαναποκτήσουμε και κάποιοι ¨¨ΠΟΥΛΑΝΕ¨¨ για να κονομήσουν. Κανένα ΕΛΕΟΣ στους δοσίλογους . Αλλά με αγώνα τίμιο και δουλειά .Και στο τέλος, πάλι θα νικήσουμε, γιατί η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ.
ΟΣΟ ΖΩ ΕΛΠΙΖΩ...
Εξαιρετικό άρθρο του Ελευθεριάδη Ομηρου στο βιβλίο των προσώπων.
ΜΠΡΑΒΟ αδελφέ, απο την πρώτη έως την τελευταία λέξη ΜΠΡΑΒΟ
ΑπάντησηΔιαγραφήΥποκλίνομαι,με σεβασμό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή