Πᾶνε χρόνια πολλά πού γνώρισα, ὡς μαθήτρια, ἕνα τρελοκόριτσο, πού συνδύαζε καί τίς δύο ἰδιότητες γιά τήν παραγωγή τῆς ἀλήθειας. Τό ἐν λόγω τρελοκόριτσο, ἀντί νά μοῦ γράφει ὅσα ἀπαιτοῦσαν τά «μουρλά» τοῦ ὑπουργείου Ὑπνοπαιδείας –καί τώρα διά βίου παθήσεως- μοῦ γέμιζε τίς κόλλες του «κουφά», ἔτσι γιά νά μέ «κουφάνει». Ἕνα τέτοιο κουφό ἦταν καί τό ἀκόλουθο παραινετικό: «Κάνε τή ζωή σου μακριά καί χρήσιμη σάν χαρτί … τουαλέττας»!
Εἶχε μιά περίεργη «φιλοσοφία» γιά τή ζωή. Ἡ βιοθεωρία της εἶχε συμπυκνωθεῖ στό ἀπόφθεγμα: «Ἡ ζωή εἶναι μιά ντομάτα· ἄλλος τήν τρώει σαλάτα κι ἄλλος τήν τρώει στή μάπα». Ἐξίσου περίεργη ἦταν ἡ ἀντίληψή της γιά τό σχολεῖο. Γράφει γι’ αὐτό: «Τό σχολεῖο θέλει διάβασμα· τό διάβασμα θέλει χρόνο. Ὁ χρόνος εἶναι χρῆμα. Καί τώρα δέν εἶναι καιρός νά ξοδευόμαστε».
Χρησιμοποιοῦσε μ’ ἕναν δικό της τρόπο τή γραμματική. Κάποτε σέ μιά γλωσσική ἄσκηση μοῦ εἶχε γράψει: «Ἡ βία εἶναι θηλυκό τοῦ βίος». Καί στό περιθώριο εἶχε προσθέσει: «Γι’ αὐτό ὁ βίος μας εἶναι ἀβίωτος»! Ἀπεχθανόταν τήν ὑπουργοπαιδική ἄσκηση βίας στό νεανικό μυαλό μέσω τῆς «παπαγαλίας» γιά νά ἐξασφαλίσει κανείς μεγάλο βαθμό. Γιά ἕνα τέτοιο «παπαγαλάκι» μοῦ εἶχε πεῖ: «Ἄν ὁ Θεός ἔβρεχε μυαλά, αὐτός θά κρατοῦσε ὀμπρέλλα». Σοφόν, ἀλλά τό «παπαγαλάκι» ἔγινε λίγο μετά ὑπουργός. Ἡ Μαρία, ἔτσι λεγόταν τό «τρελοκόριτσο», μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε –μεγάλη πιά- ὅτι γιά ὅλα τά «κουφά» πού συμβαίνουν στή χώρα μας, φταίει ἐν πολλοῖς ὁ Θεός. Δέν εἶχε πεῖ ὁ Χριστός «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι;».
Δέν τῆς ἔλειπαν οἱ πολιτικές ἀνησυχίες. Συχνά μοῦ ἔγραφε: «Ὁ Χριστός πέθανε· ὁ Μάρξ πέθανε. Κι ἐγώ τελευταῖα δέν αἰσθάνομαι καλά». Κάποτε στό σχολεῖο ἄλλος καθηγητής τούς ἔβαλε ἔκθεση γιά τόν πόλεμο καί τήν εἰρήνη. Ἡ Τρελο-Μαρία βρῆκε τήν εὐκαιρία νά γράψει: «Γιατί οἱ σφαῖρες σφυρίζουν ὅταν παίζουν; Γιατί τό ‘παίζουν’ ἀδιάφορες». Ὁ καθηγητής σημείωσε στό πλάι: «εἶσαι ἐκτός θέματος». Κι ἡ Τρελο-Μαρία πρόσθεσε ἀπό κάτω κάτι χυδαῖο: «Ἄν ὁ αὐνανισμός (δέν τό ἔγραψε ἔτσι) ἦταν προσευχή, θά γινόμασταν ὅλοι ἄγιοι». Τήν ἴδια παρομοίωση εἶχε κάνει μέ τούβλα κι εἶχε ἐξαγάγει τό συμπέρασμα: «Τότε ἡ Ἑλλάδα θά εἶχε γεμίσει οὐρανοξύστες».
Δέν εἶχε καλή ἰδέα γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο. Κάποτε μοῦ ἔδειξε ἕναν ἀφορισμό της. Ἴσως ἀρέσει: «Πολλά ἀπό τά δεινά τῆς ἐποχῆς μας ὀφείλονται στό ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἐργαζόμενους δέν σκέπτονται καί οἱ περισσότεροι ἀπό τούς σκεπτόμενους δέν ἐργάζονται». Τήν ἐνοχλοῦσαν οἱ διακρίσεις ἀνάμεσα στίς γυναῖκες καί τούς ἄνδρες. Σέ τετράδιό της εἶχε σημειώσει σέ περίοπτη θέση: «Ἀκόμη καί σήμερα ἀντιμετωπίζουμε τόν δυνατό ἄνδρα σάν ἕνα γεννημένο ἡγέτη, ἐνῶ μιά δυνατή γυναῖκα σάν ἀνωμαλία τῆς φύσης». Ἡ «Τρελο-Μαρία, ἦταν δυνατή φύση. Τό ἔμβλημά της ἦταν: «Μήν περιμένεις νά χιονίσει, γιά νά δεῖς ἄσπρη μέρα· πέτα κι ἐσύ ἕνα γιαούρτι».
Καί ἡ Μαρία εἶχε πετάξει πολλά καί γι’ αὐτό τήν εἶχαν πετάξει ἀπό σχολεῖα πολλά. Ἦταν ἡ ἐποχή ὅπου κυριαρχοῦσε στό κοινωνικό, πολιτικό, ἀθλητικό μας στερέωμα ὁ Γ. Κοσκωτᾶς. Ὁ μόνος ἀπατεών πού εἶχε ἀποσπάσει τή συμπάθειά μου. Ἡ Μαρία εἶχε ἐνθουσιαστεῖ μέ αὐτό πού τότε εἶχα γράψει στά «Πολιτικά Θέματα» προειδοποιητικά: «Ἀπατεών συμφυρόμενος μέ πολιτικούς κινδυνεύει νά … διαφθαρεῖ»! Καί τό χειρότερο: νά μπεῖ
αὐτός στή φυλακή καί οἱ ἄλλοι νά μείνουν ἀπέξω. Ἡ Μαρία, ἐργαζόμενη πιά, μοῦ τηλεφωνοῦσε καί μέ ἐρωτοῦσε: Πῶς εἶναι δυνατό, πῶς εἶναι θεμιτό ἕνας ἄνθρωπος κο-σκοτεινός νά ἑλκύει τό θαυμασμό τῶν πολλῶν; Κι εἶναι δυνατό κάποιοι λίγοι πού τόν ἀπορρίπτουν νά ἔχουν δίκιο; Ἰδού τό συμπέρασμά της: «Ἑκατομμύρια μύγες δέν μποροῦν νά κάνουν λάθος· φάε κι ἐσύ Κοσκατά». Καμιά φορά τή μάλωνα γιά τήν ἀθυροστομία της. Μοῦ ἔδινε τό λόγο της πώς δέν θά ξαναπεῖ κακές κουβέντες. Μά τόν ἀθετοῦσε διαρκῶς σάν πολιτικός. Ὅταν τή μάλωνα, εἰδικά γι’ αὐτό, μοῦ ἀπαντοῦσε: «Τό ἴδιο κάνει κι ὁ κ. Ἀνδρέας Παπανδρέου». Ὅμως ἡ «Τρελο-Μαρία» ἦταν πιό στοχαστική: «Ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά κρατήσεις τό λόγο σου εἶναι νά μήν τόν δώσεις». Τή φράση αὐτή εἶχε ἀφιερώσει στόν τότε πρωθυπουργό.
Τελευταῖα μάλιστα τοῦ ἔγραψε κι ἕνα ἄλλο ἀπόφθεγμα: «Γάμός ἐστι συνάντησις ποδοσφαιρική μέ διαιτητή τήν πεθερά». Τῆς εἶπα: «Μαρία, αὐτά δέν εἶναι πράγματα σοβαρά». Κι αὐτή εἶχε ἀμέσως ἕτοιμη τἠν ἀττάκα: «Ἄ, ἐννοεῖς αὐτά πού κάνει ὁ πρωθυπουργός;». Ἡ Μαρία ἐννοοῦσε τόν τότε πρωθυπουργό πού πήγαινε γιά νυμφίος σέ μιά ἡλικία πού κανονικά κάθε σοβαρός ἄνθρωπος θά πρέπει νά προπονεῖται γιά … πτῶμα!
Ποτέ δέν ἤθελα σέ παλιούς ἤ νέους μαθητές μου νά ἐκθέτω τούς πολιτικούς. Στεκόμουν ἀσπίδα. Αἴαντας πρό αὐτῶν ἔναντι τῶν ἐπιθέσεων τῶν νεαρῶν. Ἡ πολιτική καί οἱ πολιτικοί μας εἶναι ἐθνικό κεφάλαιο. Ἐξηγοῦσα, λοιπόν, στήν Μαρία ὅτι ὁ τότε πρωθυπουργός εἶναι εξαιρετικά μελετηρός. Τότε μέ τήν ἀρρώστεια μελετοῦσε διαρκῶς ἱστορία. Καί ἰδού ἡ ἀπάντηση τῆς Μαρίας:
«Ὅποιος δέν μελετᾶ τήν ἱστορία κάνει ξανά τά λάθη τοῦ παρελθόντος· ὅποιος τήν μελετᾶ κάνει καινούργια»!
Μέ εἶχε πιάσει ἀπελπισία. Τήν ἐπέπληξα δριμύτατα καί τῆς συνέστησα νά μή διαβάζει βιβλία ἐκρηκτικά ἀλλά βιβλία ἐγκεκριμένα καί συγκεκριμένα, γιά νά φωτισθεῖ τό μυαλό της. Καί ἰδού τί εἰσέπραξα: «Ἕνα ἐγκεκριμένο βιβλίο φωτίζει, ὅταν καίγεται»! (Εὐτυχῶς, πού κανένα δικό μου βιβλίο δέν ἦταν καί δέν εἶναι ἐγκεκριμένο. «Ὑπουργοπαιδικῶς» εἶναι ἀπαγορευμένο).
Ἐπειδή, ὡς ἐκπαιδευτικός, πρέπει νά καλλιεργῶ τήν ἔφεση γιά μελέτη, προσπάθησα νά μπῶ στή Μαρία ἀπ’ Ἀριστερά, λέγοντάς της πώς ὁ Μάρξ ἦταν ἐξόχως μελετηρός. Ἡ ἀπάντηση ἦταν κεραυνός: «Τί ὠφελεῖ ὁ Μάρξ, ὅταν πεινᾶ ἡ σάρξ;». Ἐπεχείρησα τότε καί νά τῆς μπῶ θρησκευτικά. Τῆς μίλησα γιά τόν Μωυσῆ καί τίς ἐντολές πού κατέβασε ἀπό τά ὕψη τοῦ Σινᾶ γιά νά συνετίσει τά ἄγνωμα πλήθη. Ἡ Μαρία, ὅμως, ἀντί νά μάθει τίς 10 ἐντολές προτίμησε νά μάθει τόν «Δεκάλογο τοῦ Τεμπέλη». Φοροῦσε μιά μπλούζα «μακό» πάνω στήν ὁποία ἦταν γραμμένη ἡ πρώτη ἐντολή πού ἔλεγε τό ἐξής: «Γεννηθήκαμε κουρασμένοι καί ζοῦμε γιά ν’ ἀναπαυόμαστε». Ἔνιωθε ἀγάπη γιά τόν πλησίον: «Ὅταν δεῖς κάποιον νά ξεκουράζεται, βοήθησέ τον». Κατ’ ἀντίθεση πρός τόν τότε πρωθυπουργό πού θυσίασε τήν ὑγεία του στό βωμό τῶν λαϊκῶν συμφερόντων, ἡ Μαρία ἔδειχνε μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τήν προληπτική ἰατρική: «Ἄν αἰσθανθεῖς διάθεση γιά ἐργασία, ξάπλωσε νά σοῦ περάσει». Εἶχε διακοσμήσει τό δωμάτιό της μέ τά γνωστά σλόγκαν: «Κανείς δέν πέθανε ἀπό ὑπερβολική ἀνάπαυση» καί «Ἄν ἡ δουλειά εἶναι ὑγεία, τότε ζήτω ἡ ἀρρώστεια»! Τῆς ἐξηγοῦσα πώς ἄν δέν δουλέψει δέν θά βγάλει λεφτά νά ζήσει. Καί μ’ ἀποστόμωνε: «Τά λεφτά κόλποις κτῶνται»!
Καμμιά φορά μοῦ τό ἔπαιζε ἀναρχική. Εἶχε γράψει στήν τσάντα της: «Ὅσο ὑπάρχουν μπάτσοι, θά εἴμαστε Ἀπάτσοι». (Ἔτσι μέ οι τό τσοι). Τῆς εἶπα:
-«Μαρία, οἱ Ἀπάτσι δέν κλίνονται». Καί ἰδού τό θαῦμα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας:
-«Μπά, καί οἱ πρόεδροι τῶν ΔΕΚΟ γιατί κλείνονται;» (Κάποιος τότε εἶχε κλεισθεῖ στή φυλακή).
-«Μαρία, τῆς λέω ἀπελπισμένος, ἐγώ σέ μαθαίνω γραμματική καί σύ μοῦ μιλᾶς γιά πολιτική;»
-«Κατάλαβα, μοῦ εἶπε. Γραμματική καί πολιτική δέν ἔχουν σχέση. Γι’ αὐτό ὁ κ. Κουτσόγιωργας μιλάει ἔτσι». Καί ποῦ νά ἄκουγε τόν νῦν πρωθυπουργό!
Ὅπως καταλαβαίνει ὁ ἀναγνώστης, κάθε συζήτηση μέ τή Μαρία μέ ὁδηγοῦσε σέ ἀδιέξοδο. Δέν εἶχε κανένα σεβασμό καί γιά κανέναν. Οὔτε καί γιά τόν κ. Σωτήριο Κωστόπουλο, ὅταν ἔπαιζε τότε τόν κυβερνητικό ἐκπρόσωπο. Συνήθιζε νά λέει, ὅταν ἄκουγε τίς γλαφυρές ἀνακοινώσεις του: «Καλύτερα νά σωπαίνεις καί νά σέ νομίζουν ἠλίθιο παρά νά μιλᾶς καί νά μήν ἀμφιβάλλει κανείς γι’ αὐτό». Γενικά θεωροῦσε τόν θεσμό αὐτό ἄχρηστο καί χρήσιμο μόνο γι’ ἀποτυχημένους. Θεμελίωνε τή θέση της μάλιστα φιλοσοφικά: «Ὁ ἐπιτυχημένος ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά μάθει ἀπό τά δυνατά σημεῖα τῶν ἄλλων. Ὁ ἀποτυχημένος σχολιάζει τ’ ἀδύνατα σημεῖα τῶν ἄλλων».
Κάποτε πού διαβάσαμε στό σχολεῖο ἕνα δοκίμιο τοῦ Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου πού ἔλεγε πώς «οἱ αὐριανοί ἄνθρωποι δέν θά ἔχουν παιδική ἡλικία», ἡ Τρελο-Μαρία εἶπε εἰς ἐπήκοον ὅλων: «Γι’ αὐτό στά ΚΑΠΗ μοιράζουν δωρεάν τήν ‘Αὐριανή’;». Στήν μεγάλη ἱστορική φάση τῶν «καλύτερων ἡμερῶν», πού μᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ τότε πρωθυπουργός, πού οἱ ἱστορικοί τοῦ μέλλοντος θά τήν ὀνομάσουν «περίοδο Κοσκωτᾶ», ἡ Μαρία, ἀντί νά γράφει ἱστορία, ὅπως ὁ μακαρίτης Ἀντώνης Τρίτσης, ἔγραφε ἐπιγράμματα: Θαυμάστε ἕνα: «Ὅταν οἱ ἐλέφαντες φεύγουν, ἀναγαλλιάζει τό χορτάρι». Τό θυμήθηκα πρόσφατα, ὅταν εἶδα δέσμιο τόν κ. Στρώς Κάν, πού ἔγινε ὅ,τι κάνει στήν τουαλέττα του. Αὐτό εἶχε πεῖ καί γιά μᾶς.
Τά χρόνια πέρασαν, ἡ Μαρία ἔγινε γιά ἕνα διάστημα Νεο-Ορθόδοξη, ἀλλά μπερδεύτηκε καί βρῆκε τόν ἑαυτό της ἀφοῦ παντρεύτηκε ἕνα μπρατσωμένο παιδί. Ἔκαναν μαζί πέντε παιδιά πού τ’ ἀνατρέφει αὐστηρά, κόβοντάς τους κάθε ἐπαφή μέ τήν τηλοψία καί τό ραδιόφωνο καί ἔχοντας ὑπό αὐστηρό ἔλεγχο τήν πρόσβασή τους στό διαδίκτυο. Τήν ἐρώτησα «γιατί;». -«Εἶναι ἁπλό, μοῦ εἶπε: «Ράδιο καί τηλεόραση κατασκευάζουν μεγάλους ἀνθρώπους γιά μικρούς λαούς. Κι ἐγώ θέλω τά παιδιά μου νά μεγαλώσουν· ὄχι νά εἶναι αἰώνια μωρά.». Καί σ’ ὅ, τι ἀφορᾶ τό διδίκτυο ἡ Μαρία μοῦ εἶπε: «Ἀπό ὄργανο ἐλευθερίας μπορεῖ νά γίνει ὄργανο στυγνῆς τυραννίας». Πρόσφατα τή συνάντησα στή λαϊκή ἀγορά. Τέλη Μαΐου μέ βροχή καί κρῦο πολύ. Μοῦ εἶπε μέ θλίψη:
-«Τίποτε δέν ἀνεβαίνει πιά στήν Ἑλλάδα. Ἀκόμη καί ἠ θερμοκρασία φοβᾶται νά ἀνεβεῖ».
Τό κείμενο αὐτό σέ πρώτη μορφή εἶχε γραφτεῖ στήν περίοδο τοῦ «Βρόμικου 89». Φυσικά γιά «βρόμικους» λόγους πολλά ἔντυπα τῆς ἐποχῆς ἀρνήθηκαν τή δημοσίευσή του. (πηγή)
Το είδα στη Φιλονόη
Η Δημοκρατία και πάλι θα νικήσει(;;;;!!!!)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετρά τη γη.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά !
Εκεί μέσα εκατοικούσες
Πικραμένη, εντροπαλή,
Κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
Έλα πάλι, να σου πη.
Άργειε νάλθη εκείνη η μέρα,
Και ήταν όλα σιωπηλά,
Γιατί τάσκιαζε η φοβέρα
Και τα πλάκωνε η σκλαβιά....