Μερικές φορές νομίζω ότι οι άνθρωποι διαφωνούν επειδή δεν μπορουν να επικοινωνήσουν και να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον, και ότι αυτό συμβαίνει επειδή οι λέξεις που χρησιμοποιούν δεν σημαίνουν το ίδιο πράγμα για όλους τους.
Πλην του λογικού νοήματος που μπορεί να είναι διαφορετικό από άνθρωπο σε άνθρωπο, (με το πρόβλημα αυτό καταπιάνεται η σημασιολογία στην επιστήμη της γλωσσολογίας.) η αδυναμία κατανόησης εντείνεται ακόμα πιο πολύ από το γεγονός ότι οι λέξεις, είναι φορτισμένες και με συναισθηματικό φορτίο. Η λέξη Ιταλία δεν φέρνει τα ίδια συναισθήματα σε κάποιον που έχει περάσει καλά εκεί και σε κάποιον που δεν εχει πάει. Η λέξη Πόντος, δεν έχει το ίδιο συναισθηματικό φορτίο για έναν πόντιο και για έναν μη πόντιο. Η λέξη Μαρία, εμένα μπορεί να μου θυμίζει κάποιο άτομο που αγάπησα και εσένα ένα γύναιο που σε πρόδωσε με τον καλύτερο σου φίλο. Η λέξη κομουνισμός δε δημιουργεί τα ίδια συναισθήματα σε κάποιον που ο παππούς του ήταν κομουνιστής, και σε κάποιον που τον παππού του τον σκότωσαν οι κομουνιστές.
Είναι στη φύση των ανθρώπων να ερμηνεύουν τα λόγια κάποιου σύμφωνα με το συναίσθημα που τους προκαλούν και όχι με τη λογική. Ομως όταν ακούμε τις ίδιες λέξεις και αισθανόμαστε διαφορετικά, αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά την πραγματικότητα και δεν επικοινωνούμε. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι νόμοι έχουν πρώτο το κεφάλαιο με τους ορισμούς ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτός που καλείται να εφαρμόσει το νόμο αντιλαμβάνεται το ίδιο ακριβώς πράγμα με τον νομοθέτη.
Σήμερα είναι τραγικό που αφ' ενός μεν η κάθε μετριότητα έχει τη δυνατότητα να εμφανίζεται στο τηλεοπτικό γυαλί και το θράσος να παίζει με τις λέξεις και τις έννοιες και τις ερμηνεύει κατα πως τον συμφέρει, και αφ' εταίρου στο διαδίκτυο γράφονται εκατομμύρια γραμμές κάθε μέρα, από ανθρώπους που χρησιμοποιούν διαφορετικά τους ορισμούς, αντιλαμβάνονται διαφορετικά πράγματα καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα και γεμίζουν το διαδίκτυο θόρυβο και νέφος.
Σκέφτηκα λοιπόν ότι ίσως θα ήταν χρήσιμο ένα μικρό εννοιολογικό λεξικό που να περιέχει τα πολύ βασικά, μιας και η ανάγνωση εννοιολογικών λεξικών δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό μας ως λαού (αν και ο γλωσσικός μας θησαυρός προσφέρεται) και το παρόν αποτελεί μια ταπεινή προσπάθεια προς το σκοπό αυτό, μήπως και καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, γιατί διαπιστώνω με έκπληξη κάθε φορά, ότι όταν οι λέξεις οριστούν και αποκατασταθεί η επικοινωνία, άνθρωποι που μέχρι λίγο πριν ήταν ακραία τοποθετημένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, καταφέρνουν και επικοινωνούν και μέσω της επικοινωνίας οι γωνίες αμβλύνονται έστω και με τρόπο αργό, όμοια με τα βότσαλα και το ορμητικό νερό.
Με τον όρο σημασιολογία (ορθότερο του όρου σημαντική) εννοείται η μελέτη του νοήματος, της σημασίας των λέξεων. Συνδέεται με την περιγραφή της αναπαράστασης του νοήματος μιας λέξης στον νου μας και με το πώς χρησιμοποιούμε αυτή την αναπαράσταση - απεικόνιση για την κατασκευή προτάσεων. Η σημασιολογία βασίζεται κυρίως στη μελέτη της λογικής στη φιλοσοφία. [1]
Η λογική ορίζεται μερικές φορές στενά ως η ικανότητα ή η διαδικασία εξαγωγής τυπικά λογικών συμπερασμάτων. Από τον Αριστοτέλη και μετά, τέτοιοι συλλογισμοί κατατάσσονται είτε στους παραγωγικούς συλλογισμούς, δηλαδή συλλογισμούς «από το γενικό στο ειδικό» ή «από το όλον στο μέρος», είτε στους επαγωγικούς συλλογισμούς, δηλαδή συλλογισμούς «από το ειδικό στο γενικό» ή «από το μέρος στο όλον». Εξ αυτών, μόνο ο παραγωγικός συλλογισμός αποτελεί με την αυστηρή έννοια «λογικό συμπερασμό». [2]
Ο ορθολογισμός (ή ρασιοναλισμός) είναι η συνολική φιλοσοφική κατεύθυνση που αποδέχεται ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσεως τη λογική σκέψη. Από την περίοδο του Διαφωτισμού ο ορθολογισμός συνδέεται συνήθως με την εισαγωγή των μαθηματικών μεθόδων στη φιλοσοφία, αρχικά με το έργο των Ντεκάρτ, Λάιμπνιτς και Σπινόζα.[3]
Μάθηση είναι η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας το υποκείμενο αποκτά γνώσεις, δεξιότητες, συμπεριφορές και αξίες μέσα από γνωστικές διαδικασίες. Η σύνδεση με τους όρους «ωρίμανση» και «ανάπτυξη» δίνεται από τη σχέση: ωρίμανση x μάθηση = ανάπτυξη. Η μάθηση είναι αντικείμενο της Ψυχολογίας και της Παιδαγωγικής. [4]
Σκέφτηκα λοιπόν ότι ίσως θα ήταν χρήσιμο ένα μικρό εννοιολογικό λεξικό που να περιέχει τα πολύ βασικά, μιας και η ανάγνωση εννοιολογικών λεξικών δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό μας ως λαού (αν και ο γλωσσικός μας θησαυρός προσφέρεται) και το παρόν αποτελεί μια ταπεινή προσπάθεια προς το σκοπό αυτό, μήπως και καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, γιατί διαπιστώνω με έκπληξη κάθε φορά, ότι όταν οι λέξεις οριστούν και αποκατασταθεί η επικοινωνία, άνθρωποι που μέχρι λίγο πριν ήταν ακραία τοποθετημένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, καταφέρνουν και επικοινωνούν και μέσω της επικοινωνίας οι γωνίες αμβλύνονται έστω και με τρόπο αργό, όμοια με τα βότσαλα και το ορμητικό νερό.
ΘΑΛΑΜΟΦΥΛΑΚΑΣ
Με τον όρο σημασιολογία (ορθότερο του όρου σημαντική) εννοείται η μελέτη του νοήματος, της σημασίας των λέξεων. Συνδέεται με την περιγραφή της αναπαράστασης του νοήματος μιας λέξης στον νου μας και με το πώς χρησιμοποιούμε αυτή την αναπαράσταση - απεικόνιση για την κατασκευή προτάσεων. Η σημασιολογία βασίζεται κυρίως στη μελέτη της λογικής στη φιλοσοφία. [1]
Η λογική ορίζεται μερικές φορές στενά ως η ικανότητα ή η διαδικασία εξαγωγής τυπικά λογικών συμπερασμάτων. Από τον Αριστοτέλη και μετά, τέτοιοι συλλογισμοί κατατάσσονται είτε στους παραγωγικούς συλλογισμούς, δηλαδή συλλογισμούς «από το γενικό στο ειδικό» ή «από το όλον στο μέρος», είτε στους επαγωγικούς συλλογισμούς, δηλαδή συλλογισμούς «από το ειδικό στο γενικό» ή «από το μέρος στο όλον». Εξ αυτών, μόνο ο παραγωγικός συλλογισμός αποτελεί με την αυστηρή έννοια «λογικό συμπερασμό». [2]
Ο ορθολογισμός (ή ρασιοναλισμός) είναι η συνολική φιλοσοφική κατεύθυνση που αποδέχεται ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσεως τη λογική σκέψη. Από την περίοδο του Διαφωτισμού ο ορθολογισμός συνδέεται συνήθως με την εισαγωγή των μαθηματικών μεθόδων στη φιλοσοφία, αρχικά με το έργο των Ντεκάρτ, Λάιμπνιτς και Σπινόζα.[3]
Μάθηση είναι η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας το υποκείμενο αποκτά γνώσεις, δεξιότητες, συμπεριφορές και αξίες μέσα από γνωστικές διαδικασίες. Η σύνδεση με τους όρους «ωρίμανση» και «ανάπτυξη» δίνεται από τη σχέση: ωρίμανση x μάθηση = ανάπτυξη. Η μάθηση είναι αντικείμενο της Ψυχολογίας και της Παιδαγωγικής. [4]
Παιδεία - μόρφωση είναι το σύνολο των διαδικασιών με τις οποίες επιτυγχάνεται η πνευματική, κοινωνική και ηθική ολοκλήρωση του ατόμου.[5]
Μορφωμένος είναι κατά τον ορισμό του Σωκράτη ο άνθρωπος, που:
- ελέγχει τις δυσάρεστες καταστάσεις , αντί να ελέγχεται από αυτές,
- αντιμετωπίζει όλα τα γεγονότα με γενναιότητα & λογική,
- είναι έντιμος σε όλες του τις συναλλαγές,
- αντιμετωπίζει γεγονότα δυσάρεστα και ανθρώπους αντιπαθείς καλοπροαίρετα,
- ελέγχει τις απολαύσεις του,
- δεν νικήθηκε από τις ατυχίες και τις αποτυχίες του,
- δεν έχει φθαρεί από τις επιτυχίες και την δόξα του.
Εκπαίδευση είναι θεσμός της πολιτείας που με συγκεκριμένη δομή, μέσα, κατευθύνσεις στοχεύει στην παροχή γνώσεων και εφοδίων και στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων.[6]
Η εκπαίδευση με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που έχουν σκοπό την επίδραση με συγκεκριμένο τρόπο στη σκέψη, στο χαρακτήρα και στη σωματική αγωγή του ατόμου. Από τεχνικής πλευράς, με τη διαδικασία της εκπαίδευσης αποκτώνται συγκεκριμένες γνώσεις, δεξιότητες, ικανότητες και αξίες (ηθική, ειλικρίνεια, ακεραιότητα χαρακτήρα, αίσθηση του δικαίου, αφοσίωση, επαγγελματισμός, υπευθυνότητα, κτλ). Η εκπαίδευση γίνεται με βάση συγκεκριμένες μεθόδους (θεωρητική διδασκαλία, επίδειξη, ανάθεση εργασιών, πρακτική εξάσκηση, κτλ), σε ένα ειδικά σχεδιασμένο πρόγραμμα, με συγκεκριμένους μαθησιακούς στόχους και είναι οριοθετημένη χρονικά. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα εκπαιδεύω που σημαίνει ανατρέφω από παιδική ηλικία, μορφώνω, διαπαιδαγωγώ.[7]
Έθνος ονομάζεται ένα σύνολο ανθρώπων που μοιράζονται κοινά γνωρίσματα που διακρίνουν το σύνολο αυτό, σε παγκόσμια κλίμακα. Τα κυριότερα από τα γνωρίσματα αυτά μπορεί να είναι η φυλή, η γλώσσα, το θρήσκευμα, η κοινή ιστορία και πολιτισμός και η γεωγραφική καταγωγή. Ιστορικά όμως, βασικότερο στοιχείο για την ύπαρξη ενός έθνους είναι η ανάπτυξη της εθνικής του συνείδησης, δηλαδή ο ιδεολογικός παραγκωνισμός των υπόλοιπων στενότερων (π.χ. φατριασμός, τοπικισμός) ή και ευρύτερων (π.χ. φυλετισμός, αυτοκρατορισμός, οικουμενισμός) ομαδοποιήσεων, χάριν του εθνικισμού.[8]
Εθνικισμός: Σύμφωνα με έναν από τους γνωστότερους μελετητές του εθνικισμού, τον Elie Kedourie, «Εθνικισμός είναι η θεωρία που υποστηρίζει ότι η ανθρωπότητα εκ φύσεως συγκροτείται από έθνη, πως τα έθνη χαρακτηρίζονται από γνωρίσματα συγκεκριμένα και εμπειρικά διαπιστώσιμα και πως, πέρα από την εθνική αυτοδιάθεση, δεν νομιμοποιείται κανένας άλλος τύπος διακυβέρνησης». Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές ο εθνικισμός είναι "η επίκληση της εθνικής ταυτότητας σαν βάση για μαζική κινητοποίηση και δράση"[9]. Το εντυπωσιακότερο με τον εθνικισμό είναι ότι, σε αντίθεση με άλλες ιδεολογίες, απέκτησε καθολική και παγκόσμια ισχύ, και συνδυάστηκε, λόγω της χαμαιλεόντειας προσαρμοστικότητάς του, με άλλες, αντιφατικές μεταξύ τους ιδεολογίες, όπως ο φασισμός, ο φιλελευθερισμός και ο κομμουνισμός. [10]
Πατριωτισμός: Αν και επι της ουσίας πατριωτισμός και εθνικισμός είναι ένα, διότι είναι δύσκολο να αγαπάς το χώμα της πατρίδας σου χωρίς να αγαπάς το λαό σου και τις συνήθειες του, ή να επιθυμείς ξένους επιτηρητές στη χώρα σου και να λέγεσαι πατριώτης, για όσους φοβούνται τις λέξεις σαν πατριωτισμός θα μπορούσε να οριστεί ο παθητικός, μη επεκτατικός εθνικισμός. Μια έκφραση "καλού" εθνικισμού. Η αξία που έχει ο πατριωτισμός για ένα λαό προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα που είναι σημαντική για τη συνοχή του συνόλου. Καθορίζει μια πολιτιστική ομοιογένεια που μας διαφοροποιεί δημιουργικά από τους άλλους λαούς. Η συνείδηση της ιστορικότητας προσφέρει την αίσθηση της αυτοπεποίθησης στα μέλη της κοινότητας με συνακόλουθη την ασφάλεια που προκύπτει από τη γνώση του κοινού παρελθόντος. Παράλληλα ενεργοποιεί την αίσθηση του σκοπού, της συνέχειας και προβάλλει προοπτικές για το μέλλον.
Ο ορισμός του Ντε Γκωλ: «Πατριωτισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ' όλα την αγάπη για τη χώρα σου. Εθνικισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ' όλα το μίσος για τις άλλες» είναι τεχνητός και αυθαίρετος, τουλάχιστον όσον αφορά στον ορισμό του εθνικισμού.
Σωβινισμός: παράλογη αφοσίωση ή αδιανόητη πίστη (Absurd Loyalty), πήρε την ονομασία από την αδιάνοητη αφοσίωση του γραφικού, ξεχασμένου ήδη στην εποχή του, γάλλου αξιωματικού Σοβίν (Nicolas Chauvin) προς τον Ναπολέοντα, και ο όρος επεκράτησε να σημαίνει τον υπερβολικό, πολεμοχαρή και φανατικό εθνικισμό.
Ο ρατσισμός είναι το δόγμα που αναπτύσσεται με σύνδεσμο συγκεκριμένα γνωρίσματα "traits", όπως π.χ. εθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά κ.λπ., προκειμένου να αναγάγει μια ομάδα αντίστοιχα (κοινωνική, φυλετική, θρησκευτική), ως υπέρτερη άλλων. Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού, και αυτό που έχει δώσει την αρχική ονομασία στην λέξη (εκ της ιταλικής ("ράτσα") razza = φυλή), είναι ο φυλετικός ρατσισμός. Οι φυλετικοί ρατσιστές πιστεύουν σε βιολογικές διαφορές μεταξύ των φυλών, βάσει των οποίων και προσδιορίζουν αυτές σε ανώτερες και κατώτερες. Έτσι, με την θεωρία αυτή υποστηρίζουν ότι η φυλή με συγκεκριμένα (ανώτερα) εξωτερικά ή ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, έχει το δικαίωμα να θεωρεί εαυτόν της ανώτερη από τις άλλες.
Φασισμός :
1. πολιτικοκοινωνικό σύστημα της άκρας δεξιάς, με έντονα αυταρχικό και εθνικιστικό χαρακτήρα, που καταργεί τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία και βασίζεται στο μονοκομματισμό και στον ολοκληρωτισμό.
2. (ιστ.) δικτατορικό καθεστώς που, με αρχηγό το Mουσολίνι, επικράτησε στην Iταλία: Ο ιταλικός ~ κράτησε από το 1922 ως το 1943.
3. χαρακτηρισμός αυταρχικής ενέργειας, πράξης ή καταπιεστικής, δεσποτικής συμπεριφοράς: Ο κοινωνικός / καθημερινός ~ του άντρα απέναντι στη γυναί κα / των γονιών απέναντι στο παιδί.
[λόγ. < ιταλ. fascismo (-ismo = -ισμός)]
Ο Γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός ή ναζισμός είναι πολιτικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1920 και το οποίο το 1933 οδήγησε στην καθιέρωση δικτατορικού καθεστώτος, ιδεολογικά βασιζόμενου στη φυλετική ιδέα. Το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα βρίσκει τη βάση του στην αρνητική στάση απέναντι στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά και απέναντι στον κομμουνισμό. Ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός αποτελούν ιδεολογικές βάσεις του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος, ενώ στους κύριους στόχους ανήκει η αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών, οι σκληροί όροι της οποίας θεωρήθηκαν μετά την ήττα στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο ταπεινωτικοί από τους Γερμανούς. Επίσης στους κύριους σκοπούς ανήκει η αντικατάσταση του μισητού δημοκρατικού συστήματος με καθεστώς που θα βασιζόταν στην αρχή της «κοινότητας» με την έννοια της εθνικής και βιολογικής ενότητας με επικεφαλής τον Φύρερ. Οι ιδεολογικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού και η εφαρμογή τους στην πράξη οδήγησαν στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και στο Ολοκαύτωμα στα στρατόπεδα εξόντωσης.
Ελευθερία ενός ανθρώπου είναι η δυνατότητά του να δρα κατά βούληση.
Ελευθεριότητα: ελαφρότητα ηθών, ελευθεριάζουσα συμπεριφορά, έλλειψη αυστηρότητας / ηθικών φραγμών / λεπτότητας συμπεριφοράς [κ.ά.], παράβαση κανόνων καλής συμπεριφοράς, ροπή προς + την ακολασία / τον έκλυτο βίο [κ.ά.], χαλαρότητα ηθών.
Η ατομική ελευθερία είναι η δυνατότητα κάποιου να είναι κτήμα του εαυτού του και όχι δούλος ή ιδιοκτησία κάποιου. Εδραίωση της ατομικής ελευθερίας έγινε στην Ευρώπη με το κίνημα του Διαφωτισμού με το πέρας της φεουδαρχίας.
Κοινωνική ελευθερία για κάποιον είναι να μπορεί, πέραν του εαυτού του, να δρα κοινωνικά χωρίς να περιορίζεται σε εξαναγκασμούς. Η κοινωνική ελευθερία διασφαλίζεται από τις ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και περιλαμβάνει την ελευθερία της έκφρασης, της εργασίας, την ανεξιθρησκεία κλπ. Κινδυνεύει από τα κοινωνικά στερεότυπα και τις διακρίσεις.
Πολιτική ελευθερία είναι να μπορεί ο καθένας να συμμετέχει στο πολιτικό γίγνεσθαι θεσμικά με προτάσεις, επιχειρηματολογία στον διάλογο, ψήφο και έλεγχο των εφαρμοστών της πολιτικής. Περιορισμένη πολιτική ελευθερία παρέχει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Παράδειγμα πολιτικής ελευθερίας έχουμε στην περίπτωση των πολιτών της Αθηναϊκής δημοκρατίας.
Πνευματική ελευθερία είναι το να μην εξαρτάται η σκέψη και ο λόγος από τη βαρύτητα των προλήψεων, των προκαταλήψεων, των αυθεντιών κλπ. Η πνευματική ελευθερία περικόπτεται από την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση, τα επιβαλλόμενα πρότυπα, τα δόγματα, περιορίζεται από την κατευθυνόμενη πληροφόρηση, τα προβαλλόμενα πρότυπα, τις προλήψεις, τις προκαταλήψεις, τις αυθεντίες, υποστέλλεται από την ημιμάθεια, την άγνοια κλπ.
Ψυχολογική ελευθερία έχουμε όταν ελαχιστοποιείται μέσα μας η επίδραση από τους φόβους μας, τις ανασφάλειες, τα άγχη μας κλπ.
Ηθική ελευθερία είναι η ισορροπία στην πάλη μεταξύ των ενστίκτων, των παρορμήσεων και της υποταγής τους χάριν ανώτερων ιδεών και αξιών που καθορίζει το επίπεδο της ηθικής ελευθερίας. Η ηθική ελευθερία έχει δύο δρόμους: την απελευθέρωση από πάθη και αδυναμίες ή την απελευθέρωση από συμπλέγματα και δεσμά της ηθικής.
Εθνική ελευθερία: Είναι η μορφή εκείνη ελευθερίας κατά την οποία ένα έθνος διατηρεί την ανεξαρτησία του, δηλαδή είναι σε θέση να καθορίζει αυτόβουλα, χωρίς εξαναγκασμό και πίεση, την εσωτερική και εξωτερική του πολιτική.
Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου η εξουσία πηγάζει από τον λαό, ασκείται από τον λαό και υπηρετεί τα συμφέροντα του λαού.
Για να μπορεί ένα πολίτευμα να χαρακτηριστεί ως δημοκρατία, θα πρέπει να ισχύουν τα υπάρχει:
Ισηγορία ονομάζεται το δικαίωμα όλων των πολιτών για ίση πρόσβαση στο πολιτικό βήμα.
Ισονομία ονομάζεται η ιση μεταχείριση των πολιτών από το νόμο.
Ισοκρατία ονομάζεται η ίση δύναμη της ψήφου. (
Αμεση δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο οι πολίτες, ασκούν με κλήρωση νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική εξουσία. [11]
Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου κυβερνούν οι αντιπρόσωποι του λαού. Ο λαός μπορεί και εκλέγει ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αναλόγως με τον ακριβή τύπο του πολιτεύματος, πρόεδρο, πρωθυπουργό, βουλευτές κλπ. Οι αντιπρόσωποι ασκούν είτε την εκτελεστική, είτε τη νομοθετική εξουσία. Οι εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων αποτελούν συνήθως την κύρια μέθοδο συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, σε αντιδιαστολή με την άμεση δημοκρατία.[12] Στην πραγματικοτητα το πολίτευμα αυτό δεν είναι δημοκρατία, αφού για να εκλεγεί κάποιος αντιπρόσωπος, απαιτούνται χρήματα πολλά οπότε με τον Αριστοτελικό ορισμό της ολιγαρχίας που είναι το πολίτευμα όπου κυβερνούν οι λίγοι με κριτήριο την οικονομική ισχύ, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι πολίτευμα ολιγαρχικό και κατ΄ επίφαση ονομάζεται δημοκρατία. [13]
Ανακλητότητα: η δυνατότητα της άμεσης ανάκλησης της λαϊκής εντολής στην περίπτωση που ο εκλεγμένος αντιπρόσωπος πάψει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων του.
Δημοψήφισμα (λατ. referendum) είναι μια διαδικασία άμεσης ψηφοφορίας ολόκληρου του εκλογικού σώματος, προκειμένου να επικυρωθεί ή να απορριφθεί μια πρόταση που έχει ιδιαίτερη σημασία για ένα κράτος. Δημοψηφίσματα διοργανώνονται συνήθως για σημαντικά ζητήματα. Σε πολλές χώρες τα δημοψηφίσματα αποτελούν συνήθη πρακτική, διοργανώνονται εύκολα, με πρόταση βουλευτών ή συλλογή υπογραφών, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο [14]
Αριστοκρατία κατά τον Αριστοτέλη, (ο οποίος έθεσε αρχικά τη διάκριση στα Πολιτικά του), είναι το πολίτευμα εκείνο που στηρίζεται στη διακυβέρνηση των αρίστων είτε με την έννοια της αξιοκρατίας, είτε προς την αριστεία της πόλης. [15]. Στην πορεία των χρόνων ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα για να υποδηλώσει τις τάξεις των ευγενών "κληρονομικώ δικαιώματι", με αποτέλεσμα να παρατηρείται σύγχυση της καθαρής έννοιας της αριστοκρατίας με εκείνη της ολιγαρχίας.
Ολιγαρχία λέγεται το πολίτευμα στο οποίο η πολιτική εξουσία ασκείται από ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας. Η λέξη προέρχεται από τις λέξεις ὀλίγον και ἄρχω. Ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες και φιλόσοφοι θεωρούν ότι όλα τα πολιτεύματα είναι στην πράξη ολιγαρχίες και ότι οι δημοκρατίες μπορούν να θεωρηθούν εκλεγμένες ολιγαρχίες. Οι ολιγαρχίες συνήθως ελέγχονται από μερικές ισχυρές οικογένειες που διατηρούν την εξουσία από γενιά σε γενιά. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε τον όρο για να αναφέρεται στην κυριαρχία των πλουσίων, αλλά δεν είναι πάντα η κυριαρχία των πλουσίων, αλλά απλώς η κυριαρχία μιας προνομιούχας ομάδας. Μερικοί πολιτικοί επιστήμονες χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό ως μια μορφή ολιγαρχίας επειδή η εξουσία κατέχεται από την καπιταλιστική τάξη, δηλαδή αυτούς με συμφέρον να διατηρηθεί το σύστημα.
Ο όρος δεξιά αναφέρεται κυρίως σε αντιλήψεις και θέσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν ως συντηρητικές.
Ο όρος αριστερά στην πολιτική, αναφέρεται κυρίως σε αντιλήψεις και θέσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν προοδευτικές. Στην πράξη είναι δυνατόν να αφορά διαφορετικά πράγματα, ανάλογα με τον τόπο και την εποχή, ενώ συντίθεται από διάφορους πολιτικούς χώρους (από ακροαριστερούς ως κεντροαριστερούς, καλύπτοντας όλο το ενδιάμεσο φάσμα) που μπορεί να έχουν ακόμη και αντικρουόμενες απόψεις για την οικονομική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση.
Σε κεντρική διαφορά μεταξύ όλων των τάσεων της Αριστεράς και της Δεξιάς έχει αναδειχθεί μετά τη δεκαετία του '70 ο βαθμός ελευθερίας της αγοράς: η Δεξιά προωθεί την ελαχιστοποίηση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και τη μέγιστη ελευθερία της αγοράς και των ιδιωτικών κεφαλαίων με στόχο την αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ η Αριστερά αντιπαραθέτει την ενίσχυση της κρατικής πρόνοιας προς ώφελος των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, τη διατήρηση ρυθμιστικών ελέγχων επί των αγορών και την προοδευτική φορολόγιση αναλογικά με το εισόδημα (ώστε οι πλουσιότεροι να επωμίζονται μεγαλύτερο φορολογικό βάρος). Πολλές αριστερές οργανώσεις (ελευθεριακές και μαρξιστικές) αποζητούν μακροπρόθεσμα την κατάργηση του καπιταλισμού και την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας της εργατικής αυτοδιεύθυνσης στα μέσα παραγωγής (σοσιαλισμός, κομμουνισμός ή/και αναρχία.
O αναρχισμός (αγγλικά: anarchism, ισπανικά: anarquismο) είναι ένα ιδεολογικό πολιτικό και κοινωνικό κίνημα. Ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη αρχή(=εξουσία) και το στερητικό α. Στην κυριολεξία αναρχία σημαίνει «χωρίς εξουσία» και το κοινό χαρακτηριστικό όλων των αναρχικών κινημάτων είναι το αίτημά τους για κατάργηση του κράτους, το οποίο βλέπουν ως βασικό καταπιεστικό παράγοντα περιορισμού της ελευθερίας του ατόμου ή / και της κοινωνίας. Ο όρος αναρχισμός αρχικά είχε αρνητική έννοια, διότι αναρχία στην καθομιλουμένη συνήθως σήμαινε χάος κοινωνικό, πολιτικό και όχι μόνο. Δήλωνε δηλαδή την αταξία ή υπήρχαν φορές που ταυτιζόταν με αντικαθεστωτικές βομβιστικές ενέργειες οι οποίες χαρακτηρίζονταν τρομοκρατικές. Η απαραίτητη σύνδεση με τη βία και το χάος ωστόσο είναι προπαγανδιστική, καθώς ορισμένοι θεωρητικοί αναρχικοί θεωρούν τη βία όχι μόνο ακατάλληλο μέσο επιβολής, αλλά επίσης την εξισώσουν με την αστική ηθική, εγκρίνοντάς την μόνο ως μέσο αυτοάμυνας. Η λέξη αναρχία, όπως τη χρησιμοποιούν οι περισσότεροι αναρχικοί, δηλώνει μια αρμονική αντιεξουσιαστική και αταξική κοινωνία, που στηρίζεται στις δυνατότητες της εθελοντικής συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας των ανθρώπων με βάση τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό και την προσωπική συμμετοχή. Στη θέση των σημερινών ιεραρχικών, εξουσιαστικών πολιτικών δομών και οικονομικών θεσμών, οι αναρχικοί προτείνουν κοινωνικές σχέσεις θεμελιωμένες στην «εκούσια» ομαδική συγκρότηση αυτόνομων ατόμων, την αλληλεγγύη και την αυτοδιαχείριση. Ενώ συχνά ο αναρχισμός ορίζεται από αυτό στο οποίο εναντιώνεται, εντούτοις οι αναρχικοί ανά τις εποχές προσέφεραν σύμφωνα με το όραμα για αυτό που πιστεύουν ότι είναι η αληθινά ελεύθερη κοινωνία. Ωστόσο, οι αντιλήψεις για το πώς μπορεί να είναι λειτουργική μια τέτοια κοινωνία πιθανώς διαφέρουν πολύ, ιδιαίτερα όσον αφορά την οργάνωση των οικονομικών της σχέσεων. Οι αναρχικοί απορρίπτουν όλες τις μορφές κοινοβουλευτικής πολιτικής δράσης ως ανούσιες και προσβλέπουν σε μία «κοινωνική επανάσταση» (αναρχοκολεκτιβιστές / αναρχοκομμουνιστές), σε γενικές εργατικές απεργίες (αναρχοσυνδικαλιστές) ή σε μία καθολική «ανυπακοή των μαζών» (αναρχοατομικιστές), προκειμένου να επέλθει η αναρχία. Η χρήση αντικρατικής βίας, είτε κατά την επαναστατική αυτή διαδικασία είτε νωρίτερα υπό μορφή ακτιβισμού, από κάποιους αναρχικούς απορρίπτεται ρητά ως εξουσιαστική πρακτική, ενω από άλλους θεωρείται αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί η άμυνα των εξεγερμένων, η κινητοποίηση της κοινωνίας και η ήττα του δυνάμεων του κράτους.
O λάιφστάϊλ αναρχισμός είναι ένα κίνημα, χωρίς πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο που βασιζεται κυρίως σε λογικές πλάνες που ο λάϊφστάϊλ αναρχικός αδυνατεί να κατανοήσει αλλά που αποδέχεται ως ορθές επειδή ταιριάζουν με το ψυχολογικό προφίλ του προτύπου του επαναστάτη που η λάϊφ στάϊλ αναρχική "ιδεολογία" του επιβάλει. Ο λάϊφστάϊλ αναρχικός πετά πέτρες σε ώρα διαδηλώσεων και ξεκινά επεισόδια επειδή έτσι κάνουν οι επαναστάτες και επειδή "έχουμε πόλεμο" και επειδή "έτσι είπε ο τάδε που είναι παλιός αναρχικός", χωρίς να σκέφτεται και να ζυγίζει τις πράξεις του με βάση το όφελος του λαού του το οποίο υποτίθεται προασπίζεται, ως γνήσιος επαναστάτης.
Φιλελευθερισμός (eng: liberalism) είναι ένα σύνολο ιδεών ή ένα φιλοσοφικό ρεύμα που θέτει ως κύριο στόχο την πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ελευθερία του ατόμου. Ο όρος όμως χρησιμοποιείται για διάφορες ιδεολογίες, οι οποίες δε συνδέονται απαραίτητα μεταξύ τους.[16]
Οικονομικός φιλελευθερισμός είναι το οικονομικό δόγμα που προστατεύει ή και ενθαρρύνει την ατομική πρωτοβουλία στην οικονομική σφαίρα δραστηριοτήτων . Ο οικονομικός φιλελευθερισμός έχει ταυτιστεί με μείωση του κρατισμού, περιορισμό των παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία και απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από τη γραφειοκρατία και τις διοικητικές ρυθμίσεις. Συνοψίζεται συνήθως στη φράση "laissez faire - laissez passer", που θεωρείται το βασικό σύνθημα του ελεύθερου εμπορίου.
Νεοφιλελευθερισμός ονομάζεται το οικονομικό δόγμα που πρεσβεύει την απόσυρση του κράτους από κάθε δραστηριότητα και ρυθμιστικό ρόλο πέραν του στρατού, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Χαρακτηρίζει σήμερα ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου φιλελευθερισμού έχοντας πάρει το όνομα "νεοφιλελευθερισμός". Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη αντιμάχεται οποιαδήποτε κοινωνική διάσταση στο ρόλο του κράτους, θεωρώντας την εμπόδιο για την ελεύθερη ανάπτυξη της αγοράς, οι νόμοι της οποίας μπορούν να ρυθμίσουν από μόνοι τους τη λειτουργία της κοινωνίας. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη αντιμάχεται επίσης τον συνδικαλισμό και την ύπαρξη πολιτικών προστασίας των εργαζομένων με το ίδιο σκεπτικό. Τέλος, δεν παραδέχεται την ύπαρξη κοινωνίας αλλά την ύπαρξη μόνο των ατόμων.
Ο σοσιαλισμός είναι κοινωνική, οικονομική και πολιτική θεωρία κατά την οποία η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αντικαθιστά την ατομική ιδιοκτησία[17]. Ο όρος ιστορικά αφορά ένα πολιτικό κίνημα του 19ου αιώνα, γέννημα των οικονομικοκοινωνικών συνθηκών της βιομηχανικής επανάστασης, και συσχετίζεται στενά με τον όρο Αριστερά.
Ο κομμουνισμός ως πολιτική έννοια συνήθως σχετίζεται με μια μορφή κοινωνίας επικεντρωμένης σε ένα οικονομικό σύστημα το οποίο θα λειτουργεί αμεσοδημοκρατικά και αποκεντρωμένα, χωρίς αγορά, κράτος ή διακριτές κοινωνικές τάξεις [18]
Συνήθως η κοινωνία αυτή θεωρείται αχρήματη, υπάρχουν ωστόσο και εναλλακτικές, παραπλήσιες αντιλήψεις οι οποίες διατηρούν την έννοια του χρήματος και μιλούν για ισότητα μισθών (π.χ. στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη[5]). Σε κάθε περίπτωση στον κομμουνισμό τα μέσα παραγωγής (π.χ. γαίες, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις) αποτελούν κοινωνική / κοινοτική ιδιοκτησία και όχι ατομική, ενώ υφίστανται συλλογική διαχείριση από τους εργαζόμενους με στόχο την κάλυψη των υλικών αναγκών όλων των πολιτών κατά το ρητό «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Ως πολιτικός χώρος, στο ευρύτερο πλαίσιο της Αριστεράς, ο κομμουνισμός εκφράζει αυτήν την προσδοκόμενη κοινωνία μέσω ενός σοσιαλιστικού λαϊκού κινήματος το οποίο αντιτίθεται στον καπιταλισμό. Η σύλληψη της κομμουνιστικής κοινωνίας απορρέει από μία κριτική στην ανταλλακτική οικονομία και στην έννοια του κέρδους[6][7], ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έχει περιγραφεί ως οικονομία δώρων[8][9]. Ως κομμουνιστές, με μία ευρεία έννοια, μπορούν να περιγραφούν όλοι οι μαρξιστές και οι περισσότεροι ελευθεριακοί σοσιαλιστές (π.χ. οι αναρχοκομμουνιστές). Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, η οποία οδήγησε στον σχηματισμό της Σοβιετικής Ένωσης, έχει επικρατήσει ο όρος κομμουνισμός να περιγράφει συνήθως τους λενινιστές. Καθώς η μαρξιστική αντίληψη για τον κομμουνισμό προϋποθέτει ένα μεταβατικό στάδιο ύπαρξης κράτους στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, το οποίο σύμφωνα με τους λενινιστές υλοποιήθηκε με κάποιον τρόπο στις δικτατορίες του προλεταριάτου του ιστορικού ανατολικού μπλοκ, πολλές φορές ο όρος κομμουνισμός στην καθομιλουμένη αφορά παρόμοια λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα με απολυταρχικές κυβερνήσεις και ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το κράτος, αντί για μία κατάσταση αταξικής και ακρατικής κοινωνίας (δείτε και το άρθρο κομμουνιστικό κράτος). Τα εν λόγω καθεστώτα ωστόσο αυτοπροσδιορίζονταν όχι ως κομμουνιστικά αλλά ως σοσιαλιστικά, υπό την έννοια ότι ευρίσκονταν σε μια φάση μετάβασης προς τον κομμουνισμό όπου το κράτος θα αυτοδιαλυόταν.
Διεθνισμός είναι ένα κίνημα αλληλεγγύης των κατατρεγμένων λαών, εθνών και ανθρώπων, που στηρίζεται στην ύπαρξη των εθνών, προβάλει το δικαίωμά τους να συγκροτούν κράτη με εθνικό χαρακτήρα και προσανατολισμό και με χαρακτηριστικά δημοκρατικής ισότητας μεταξύ των λαών, στηρίζει τους αγώνες των ανθρώπων σε κάθε τόπο για πραγματική δημοκρατία, κοινωνική ισότητα και χειραφέτηση, ελευθερία και ουσιαστικό σοσιαλισμό.
Ο όρος διεθνισμός περιλαμβάνει κατά την γλωσσολογική,γραμματολογική του ανάλυση (σε όλες τις γλώσσες: Ιnternationalism,Ιnternationalisme, Internationalismus, Ιnternazionalismo,Ιnternacionalismo, интернационализм) την έννοια του "Εθνους". [19]
Ο προλεταριακός διεθνισμός (ονομάζεται και διεθνιστικός σοσιαλισμός) είναι μία μαρξιστική αντίληψη περί των κοινωνικών τάξεων βασιζόμενη στη θεώρηση πως ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα και, κατά συνέπεια, η εργατική τάξη πρέπει να δράσει σε παγκόσμιο συντονισμό αν θέλει να τον νικήσει. Οι εργάτες πρέπει να παλέψουν αλληλέγγυα με τους συντρόφους τους στις άλλες χώρες, στη βάση των κοινών ταξικών συμφερόντων. Παρόμοιες ιδέες έχουν εκφράσει κατά καιρούς και ελευθεριακοί σοσιαλιστές. Ο προλεταριακός διεθνισμός είναι στενά συνδεδεμένος με τους μαρξιστικούς στόχους για την παγκόσμια επανάσταση, που θα επιτυγχάνονταν μέσα από διαδοχικές και ταυτόχρονες κομμουνιστικές επαναστάσεις σε όλα τα έθνη. Σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία η παγκόσμια επανάσταση θα οδηγούσε τον παγκόσμιο κομμουνισμό, και αργότερα στον κομμουνισμό χωρίς κράτος. Ο προλεταριακός διεθνισμός υπονομεύτηκε στο πλαίσιο του λενινισμού από τη σοβιετική πολιτική του σοσιαλισμού σε μία χώρα. Το ζήτημα αυτό υπήρξε κομβικό στη διαφοροποίηση μεταξύ σταλινισμού και τροτσκισμού.
Λαϊκότητα: (στον χώρο της πολιτικής) η συμμετοχή, η παρουσία του λαού στην έκφραση και άσκηση και έλεγχο της εξουσίας. (προϋπόθεση δημοκρατίας) [20]
Λαϊκισμός : η κατ’ επίφαση λαϊκότητα, όπου δηλ. αναγνωρίζεται τυπικά η συμμετοχή του λαού στην εξουσία, αλλά στην πραγματικότητα είναι είτε ανύπαρκτη είτε περιορισμένη. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης όταν μιλάμε για την επιβολή ενός «χαρισματικού» ηγέτη στο λαό, ο οποίος αναδεικνύεται μέσα από ένα πρόγραμμα που ικανοποιεί τις λαϊκές διεκδικήσεις. [13]
Μορφωμένος είναι κατά τον ορισμό του Σωκράτη ο άνθρωπος, που:
- ελέγχει τις δυσάρεστες καταστάσεις , αντί να ελέγχεται από αυτές,
- αντιμετωπίζει όλα τα γεγονότα με γενναιότητα & λογική,
- είναι έντιμος σε όλες του τις συναλλαγές,
- αντιμετωπίζει γεγονότα δυσάρεστα και ανθρώπους αντιπαθείς καλοπροαίρετα,
- ελέγχει τις απολαύσεις του,
- δεν νικήθηκε από τις ατυχίες και τις αποτυχίες του,
- δεν έχει φθαρεί από τις επιτυχίες και την δόξα του.
Εκπαίδευση είναι θεσμός της πολιτείας που με συγκεκριμένη δομή, μέσα, κατευθύνσεις στοχεύει στην παροχή γνώσεων και εφοδίων και στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων.[6]
Η εκπαίδευση με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που έχουν σκοπό την επίδραση με συγκεκριμένο τρόπο στη σκέψη, στο χαρακτήρα και στη σωματική αγωγή του ατόμου. Από τεχνικής πλευράς, με τη διαδικασία της εκπαίδευσης αποκτώνται συγκεκριμένες γνώσεις, δεξιότητες, ικανότητες και αξίες (ηθική, ειλικρίνεια, ακεραιότητα χαρακτήρα, αίσθηση του δικαίου, αφοσίωση, επαγγελματισμός, υπευθυνότητα, κτλ). Η εκπαίδευση γίνεται με βάση συγκεκριμένες μεθόδους (θεωρητική διδασκαλία, επίδειξη, ανάθεση εργασιών, πρακτική εξάσκηση, κτλ), σε ένα ειδικά σχεδιασμένο πρόγραμμα, με συγκεκριμένους μαθησιακούς στόχους και είναι οριοθετημένη χρονικά. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα εκπαιδεύω που σημαίνει ανατρέφω από παιδική ηλικία, μορφώνω, διαπαιδαγωγώ.[7]
Έθνος ονομάζεται ένα σύνολο ανθρώπων που μοιράζονται κοινά γνωρίσματα που διακρίνουν το σύνολο αυτό, σε παγκόσμια κλίμακα. Τα κυριότερα από τα γνωρίσματα αυτά μπορεί να είναι η φυλή, η γλώσσα, το θρήσκευμα, η κοινή ιστορία και πολιτισμός και η γεωγραφική καταγωγή. Ιστορικά όμως, βασικότερο στοιχείο για την ύπαρξη ενός έθνους είναι η ανάπτυξη της εθνικής του συνείδησης, δηλαδή ο ιδεολογικός παραγκωνισμός των υπόλοιπων στενότερων (π.χ. φατριασμός, τοπικισμός) ή και ευρύτερων (π.χ. φυλετισμός, αυτοκρατορισμός, οικουμενισμός) ομαδοποιήσεων, χάριν του εθνικισμού.[8]
Εθνικισμός: Σύμφωνα με έναν από τους γνωστότερους μελετητές του εθνικισμού, τον Elie Kedourie, «Εθνικισμός είναι η θεωρία που υποστηρίζει ότι η ανθρωπότητα εκ φύσεως συγκροτείται από έθνη, πως τα έθνη χαρακτηρίζονται από γνωρίσματα συγκεκριμένα και εμπειρικά διαπιστώσιμα και πως, πέρα από την εθνική αυτοδιάθεση, δεν νομιμοποιείται κανένας άλλος τύπος διακυβέρνησης». Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές ο εθνικισμός είναι "η επίκληση της εθνικής ταυτότητας σαν βάση για μαζική κινητοποίηση και δράση"[9]. Το εντυπωσιακότερο με τον εθνικισμό είναι ότι, σε αντίθεση με άλλες ιδεολογίες, απέκτησε καθολική και παγκόσμια ισχύ, και συνδυάστηκε, λόγω της χαμαιλεόντειας προσαρμοστικότητάς του, με άλλες, αντιφατικές μεταξύ τους ιδεολογίες, όπως ο φασισμός, ο φιλελευθερισμός και ο κομμουνισμός. [10]
Πατριωτισμός: Αν και επι της ουσίας πατριωτισμός και εθνικισμός είναι ένα, διότι είναι δύσκολο να αγαπάς το χώμα της πατρίδας σου χωρίς να αγαπάς το λαό σου και τις συνήθειες του, ή να επιθυμείς ξένους επιτηρητές στη χώρα σου και να λέγεσαι πατριώτης, για όσους φοβούνται τις λέξεις σαν πατριωτισμός θα μπορούσε να οριστεί ο παθητικός, μη επεκτατικός εθνικισμός. Μια έκφραση "καλού" εθνικισμού. Η αξία που έχει ο πατριωτισμός για ένα λαό προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα που είναι σημαντική για τη συνοχή του συνόλου. Καθορίζει μια πολιτιστική ομοιογένεια που μας διαφοροποιεί δημιουργικά από τους άλλους λαούς. Η συνείδηση της ιστορικότητας προσφέρει την αίσθηση της αυτοπεποίθησης στα μέλη της κοινότητας με συνακόλουθη την ασφάλεια που προκύπτει από τη γνώση του κοινού παρελθόντος. Παράλληλα ενεργοποιεί την αίσθηση του σκοπού, της συνέχειας και προβάλλει προοπτικές για το μέλλον.
Ο ορισμός του Ντε Γκωλ: «Πατριωτισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ' όλα την αγάπη για τη χώρα σου. Εθνικισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ' όλα το μίσος για τις άλλες» είναι τεχνητός και αυθαίρετος, τουλάχιστον όσον αφορά στον ορισμό του εθνικισμού.
Σωβινισμός: παράλογη αφοσίωση ή αδιανόητη πίστη (Absurd Loyalty), πήρε την ονομασία από την αδιάνοητη αφοσίωση του γραφικού, ξεχασμένου ήδη στην εποχή του, γάλλου αξιωματικού Σοβίν (Nicolas Chauvin) προς τον Ναπολέοντα, και ο όρος επεκράτησε να σημαίνει τον υπερβολικό, πολεμοχαρή και φανατικό εθνικισμό.
Ο ρατσισμός είναι το δόγμα που αναπτύσσεται με σύνδεσμο συγκεκριμένα γνωρίσματα "traits", όπως π.χ. εθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά κ.λπ., προκειμένου να αναγάγει μια ομάδα αντίστοιχα (κοινωνική, φυλετική, θρησκευτική), ως υπέρτερη άλλων. Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού, και αυτό που έχει δώσει την αρχική ονομασία στην λέξη (εκ της ιταλικής ("ράτσα") razza = φυλή), είναι ο φυλετικός ρατσισμός. Οι φυλετικοί ρατσιστές πιστεύουν σε βιολογικές διαφορές μεταξύ των φυλών, βάσει των οποίων και προσδιορίζουν αυτές σε ανώτερες και κατώτερες. Έτσι, με την θεωρία αυτή υποστηρίζουν ότι η φυλή με συγκεκριμένα (ανώτερα) εξωτερικά ή ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, έχει το δικαίωμα να θεωρεί εαυτόν της ανώτερη από τις άλλες.
Φασισμός :
1. πολιτικοκοινωνικό σύστημα της άκρας δεξιάς, με έντονα αυταρχικό και εθνικιστικό χαρακτήρα, που καταργεί τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία και βασίζεται στο μονοκομματισμό και στον ολοκληρωτισμό.
2. (ιστ.) δικτατορικό καθεστώς που, με αρχηγό το Mουσολίνι, επικράτησε στην Iταλία: Ο ιταλικός ~ κράτησε από το 1922 ως το 1943.
3. χαρακτηρισμός αυταρχικής ενέργειας, πράξης ή καταπιεστικής, δεσποτικής συμπεριφοράς: Ο κοινωνικός / καθημερινός ~ του άντρα απέναντι στη γυναί κα / των γονιών απέναντι στο παιδί.
[λόγ. < ιταλ. fascismo (-ismo = -ισμός)]
Ο Γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός ή ναζισμός είναι πολιτικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1920 και το οποίο το 1933 οδήγησε στην καθιέρωση δικτατορικού καθεστώτος, ιδεολογικά βασιζόμενου στη φυλετική ιδέα. Το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα βρίσκει τη βάση του στην αρνητική στάση απέναντι στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά και απέναντι στον κομμουνισμό. Ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός αποτελούν ιδεολογικές βάσεις του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος, ενώ στους κύριους στόχους ανήκει η αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών, οι σκληροί όροι της οποίας θεωρήθηκαν μετά την ήττα στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο ταπεινωτικοί από τους Γερμανούς. Επίσης στους κύριους σκοπούς ανήκει η αντικατάσταση του μισητού δημοκρατικού συστήματος με καθεστώς που θα βασιζόταν στην αρχή της «κοινότητας» με την έννοια της εθνικής και βιολογικής ενότητας με επικεφαλής τον Φύρερ. Οι ιδεολογικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού και η εφαρμογή τους στην πράξη οδήγησαν στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και στο Ολοκαύτωμα στα στρατόπεδα εξόντωσης.
Ελευθερία ενός ανθρώπου είναι η δυνατότητά του να δρα κατά βούληση.
Ελευθεριότητα: ελαφρότητα ηθών, ελευθεριάζουσα συμπεριφορά, έλλειψη αυστηρότητας / ηθικών φραγμών / λεπτότητας συμπεριφοράς [κ.ά.], παράβαση κανόνων καλής συμπεριφοράς, ροπή προς + την ακολασία / τον έκλυτο βίο [κ.ά.], χαλαρότητα ηθών.
Η ατομική ελευθερία είναι η δυνατότητα κάποιου να είναι κτήμα του εαυτού του και όχι δούλος ή ιδιοκτησία κάποιου. Εδραίωση της ατομικής ελευθερίας έγινε στην Ευρώπη με το κίνημα του Διαφωτισμού με το πέρας της φεουδαρχίας.
Κοινωνική ελευθερία για κάποιον είναι να μπορεί, πέραν του εαυτού του, να δρα κοινωνικά χωρίς να περιορίζεται σε εξαναγκασμούς. Η κοινωνική ελευθερία διασφαλίζεται από τις ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και περιλαμβάνει την ελευθερία της έκφρασης, της εργασίας, την ανεξιθρησκεία κλπ. Κινδυνεύει από τα κοινωνικά στερεότυπα και τις διακρίσεις.
Πολιτική ελευθερία είναι να μπορεί ο καθένας να συμμετέχει στο πολιτικό γίγνεσθαι θεσμικά με προτάσεις, επιχειρηματολογία στον διάλογο, ψήφο και έλεγχο των εφαρμοστών της πολιτικής. Περιορισμένη πολιτική ελευθερία παρέχει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Παράδειγμα πολιτικής ελευθερίας έχουμε στην περίπτωση των πολιτών της Αθηναϊκής δημοκρατίας.
Πνευματική ελευθερία είναι το να μην εξαρτάται η σκέψη και ο λόγος από τη βαρύτητα των προλήψεων, των προκαταλήψεων, των αυθεντιών κλπ. Η πνευματική ελευθερία περικόπτεται από την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση, τα επιβαλλόμενα πρότυπα, τα δόγματα, περιορίζεται από την κατευθυνόμενη πληροφόρηση, τα προβαλλόμενα πρότυπα, τις προλήψεις, τις προκαταλήψεις, τις αυθεντίες, υποστέλλεται από την ημιμάθεια, την άγνοια κλπ.
Ψυχολογική ελευθερία έχουμε όταν ελαχιστοποιείται μέσα μας η επίδραση από τους φόβους μας, τις ανασφάλειες, τα άγχη μας κλπ.
Ηθική ελευθερία είναι η ισορροπία στην πάλη μεταξύ των ενστίκτων, των παρορμήσεων και της υποταγής τους χάριν ανώτερων ιδεών και αξιών που καθορίζει το επίπεδο της ηθικής ελευθερίας. Η ηθική ελευθερία έχει δύο δρόμους: την απελευθέρωση από πάθη και αδυναμίες ή την απελευθέρωση από συμπλέγματα και δεσμά της ηθικής.
Εθνική ελευθερία: Είναι η μορφή εκείνη ελευθερίας κατά την οποία ένα έθνος διατηρεί την ανεξαρτησία του, δηλαδή είναι σε θέση να καθορίζει αυτόβουλα, χωρίς εξαναγκασμό και πίεση, την εσωτερική και εξωτερική του πολιτική.
Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου η εξουσία πηγάζει από τον λαό, ασκείται από τον λαό και υπηρετεί τα συμφέροντα του λαού.
Για να μπορεί ένα πολίτευμα να χαρακτηριστεί ως δημοκρατία, θα πρέπει να ισχύουν τα υπάρχει:
Ισηγορία ονομάζεται το δικαίωμα όλων των πολιτών για ίση πρόσβαση στο πολιτικό βήμα.
Ισονομία ονομάζεται η ιση μεταχείριση των πολιτών από το νόμο.
Ισοκρατία ονομάζεται η ίση δύναμη της ψήφου. (
Αμεση δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο οι πολίτες, ασκούν με κλήρωση νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική εξουσία. [11]
Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου κυβερνούν οι αντιπρόσωποι του λαού. Ο λαός μπορεί και εκλέγει ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αναλόγως με τον ακριβή τύπο του πολιτεύματος, πρόεδρο, πρωθυπουργό, βουλευτές κλπ. Οι αντιπρόσωποι ασκούν είτε την εκτελεστική, είτε τη νομοθετική εξουσία. Οι εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων αποτελούν συνήθως την κύρια μέθοδο συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, σε αντιδιαστολή με την άμεση δημοκρατία.[12] Στην πραγματικοτητα το πολίτευμα αυτό δεν είναι δημοκρατία, αφού για να εκλεγεί κάποιος αντιπρόσωπος, απαιτούνται χρήματα πολλά οπότε με τον Αριστοτελικό ορισμό της ολιγαρχίας που είναι το πολίτευμα όπου κυβερνούν οι λίγοι με κριτήριο την οικονομική ισχύ, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι πολίτευμα ολιγαρχικό και κατ΄ επίφαση ονομάζεται δημοκρατία. [13]
Ανακλητότητα: η δυνατότητα της άμεσης ανάκλησης της λαϊκής εντολής στην περίπτωση που ο εκλεγμένος αντιπρόσωπος πάψει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων του.
Δημοψήφισμα (λατ. referendum) είναι μια διαδικασία άμεσης ψηφοφορίας ολόκληρου του εκλογικού σώματος, προκειμένου να επικυρωθεί ή να απορριφθεί μια πρόταση που έχει ιδιαίτερη σημασία για ένα κράτος. Δημοψηφίσματα διοργανώνονται συνήθως για σημαντικά ζητήματα. Σε πολλές χώρες τα δημοψηφίσματα αποτελούν συνήθη πρακτική, διοργανώνονται εύκολα, με πρόταση βουλευτών ή συλλογή υπογραφών, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο [14]
Αριστοκρατία κατά τον Αριστοτέλη, (ο οποίος έθεσε αρχικά τη διάκριση στα Πολιτικά του), είναι το πολίτευμα εκείνο που στηρίζεται στη διακυβέρνηση των αρίστων είτε με την έννοια της αξιοκρατίας, είτε προς την αριστεία της πόλης. [15]. Στην πορεία των χρόνων ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα για να υποδηλώσει τις τάξεις των ευγενών "κληρονομικώ δικαιώματι", με αποτέλεσμα να παρατηρείται σύγχυση της καθαρής έννοιας της αριστοκρατίας με εκείνη της ολιγαρχίας.
Ολιγαρχία λέγεται το πολίτευμα στο οποίο η πολιτική εξουσία ασκείται από ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας. Η λέξη προέρχεται από τις λέξεις ὀλίγον και ἄρχω. Ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες και φιλόσοφοι θεωρούν ότι όλα τα πολιτεύματα είναι στην πράξη ολιγαρχίες και ότι οι δημοκρατίες μπορούν να θεωρηθούν εκλεγμένες ολιγαρχίες. Οι ολιγαρχίες συνήθως ελέγχονται από μερικές ισχυρές οικογένειες που διατηρούν την εξουσία από γενιά σε γενιά. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε τον όρο για να αναφέρεται στην κυριαρχία των πλουσίων, αλλά δεν είναι πάντα η κυριαρχία των πλουσίων, αλλά απλώς η κυριαρχία μιας προνομιούχας ομάδας. Μερικοί πολιτικοί επιστήμονες χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό ως μια μορφή ολιγαρχίας επειδή η εξουσία κατέχεται από την καπιταλιστική τάξη, δηλαδή αυτούς με συμφέρον να διατηρηθεί το σύστημα.
Ο όρος δεξιά αναφέρεται κυρίως σε αντιλήψεις και θέσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν ως συντηρητικές.
Ο όρος αριστερά στην πολιτική, αναφέρεται κυρίως σε αντιλήψεις και θέσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν προοδευτικές. Στην πράξη είναι δυνατόν να αφορά διαφορετικά πράγματα, ανάλογα με τον τόπο και την εποχή, ενώ συντίθεται από διάφορους πολιτικούς χώρους (από ακροαριστερούς ως κεντροαριστερούς, καλύπτοντας όλο το ενδιάμεσο φάσμα) που μπορεί να έχουν ακόμη και αντικρουόμενες απόψεις για την οικονομική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση.
Σε κεντρική διαφορά μεταξύ όλων των τάσεων της Αριστεράς και της Δεξιάς έχει αναδειχθεί μετά τη δεκαετία του '70 ο βαθμός ελευθερίας της αγοράς: η Δεξιά προωθεί την ελαχιστοποίηση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και τη μέγιστη ελευθερία της αγοράς και των ιδιωτικών κεφαλαίων με στόχο την αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ η Αριστερά αντιπαραθέτει την ενίσχυση της κρατικής πρόνοιας προς ώφελος των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, τη διατήρηση ρυθμιστικών ελέγχων επί των αγορών και την προοδευτική φορολόγιση αναλογικά με το εισόδημα (ώστε οι πλουσιότεροι να επωμίζονται μεγαλύτερο φορολογικό βάρος). Πολλές αριστερές οργανώσεις (ελευθεριακές και μαρξιστικές) αποζητούν μακροπρόθεσμα την κατάργηση του καπιταλισμού και την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας της εργατικής αυτοδιεύθυνσης στα μέσα παραγωγής (σοσιαλισμός, κομμουνισμός ή/και αναρχία.
O αναρχισμός (αγγλικά: anarchism, ισπανικά: anarquismο) είναι ένα ιδεολογικό πολιτικό και κοινωνικό κίνημα. Ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη αρχή(=εξουσία) και το στερητικό α. Στην κυριολεξία αναρχία σημαίνει «χωρίς εξουσία» και το κοινό χαρακτηριστικό όλων των αναρχικών κινημάτων είναι το αίτημά τους για κατάργηση του κράτους, το οποίο βλέπουν ως βασικό καταπιεστικό παράγοντα περιορισμού της ελευθερίας του ατόμου ή / και της κοινωνίας. Ο όρος αναρχισμός αρχικά είχε αρνητική έννοια, διότι αναρχία στην καθομιλουμένη συνήθως σήμαινε χάος κοινωνικό, πολιτικό και όχι μόνο. Δήλωνε δηλαδή την αταξία ή υπήρχαν φορές που ταυτιζόταν με αντικαθεστωτικές βομβιστικές ενέργειες οι οποίες χαρακτηρίζονταν τρομοκρατικές. Η απαραίτητη σύνδεση με τη βία και το χάος ωστόσο είναι προπαγανδιστική, καθώς ορισμένοι θεωρητικοί αναρχικοί θεωρούν τη βία όχι μόνο ακατάλληλο μέσο επιβολής, αλλά επίσης την εξισώσουν με την αστική ηθική, εγκρίνοντάς την μόνο ως μέσο αυτοάμυνας. Η λέξη αναρχία, όπως τη χρησιμοποιούν οι περισσότεροι αναρχικοί, δηλώνει μια αρμονική αντιεξουσιαστική και αταξική κοινωνία, που στηρίζεται στις δυνατότητες της εθελοντικής συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας των ανθρώπων με βάση τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό και την προσωπική συμμετοχή. Στη θέση των σημερινών ιεραρχικών, εξουσιαστικών πολιτικών δομών και οικονομικών θεσμών, οι αναρχικοί προτείνουν κοινωνικές σχέσεις θεμελιωμένες στην «εκούσια» ομαδική συγκρότηση αυτόνομων ατόμων, την αλληλεγγύη και την αυτοδιαχείριση. Ενώ συχνά ο αναρχισμός ορίζεται από αυτό στο οποίο εναντιώνεται, εντούτοις οι αναρχικοί ανά τις εποχές προσέφεραν σύμφωνα με το όραμα για αυτό που πιστεύουν ότι είναι η αληθινά ελεύθερη κοινωνία. Ωστόσο, οι αντιλήψεις για το πώς μπορεί να είναι λειτουργική μια τέτοια κοινωνία πιθανώς διαφέρουν πολύ, ιδιαίτερα όσον αφορά την οργάνωση των οικονομικών της σχέσεων. Οι αναρχικοί απορρίπτουν όλες τις μορφές κοινοβουλευτικής πολιτικής δράσης ως ανούσιες και προσβλέπουν σε μία «κοινωνική επανάσταση» (αναρχοκολεκτιβιστές / αναρχοκομμουνιστές), σε γενικές εργατικές απεργίες (αναρχοσυνδικαλιστές) ή σε μία καθολική «ανυπακοή των μαζών» (αναρχοατομικιστές), προκειμένου να επέλθει η αναρχία. Η χρήση αντικρατικής βίας, είτε κατά την επαναστατική αυτή διαδικασία είτε νωρίτερα υπό μορφή ακτιβισμού, από κάποιους αναρχικούς απορρίπτεται ρητά ως εξουσιαστική πρακτική, ενω από άλλους θεωρείται αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί η άμυνα των εξεγερμένων, η κινητοποίηση της κοινωνίας και η ήττα του δυνάμεων του κράτους.
O λάιφστάϊλ αναρχισμός είναι ένα κίνημα, χωρίς πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο που βασιζεται κυρίως σε λογικές πλάνες που ο λάϊφστάϊλ αναρχικός αδυνατεί να κατανοήσει αλλά που αποδέχεται ως ορθές επειδή ταιριάζουν με το ψυχολογικό προφίλ του προτύπου του επαναστάτη που η λάϊφ στάϊλ αναρχική "ιδεολογία" του επιβάλει. Ο λάϊφστάϊλ αναρχικός πετά πέτρες σε ώρα διαδηλώσεων και ξεκινά επεισόδια επειδή έτσι κάνουν οι επαναστάτες και επειδή "έχουμε πόλεμο" και επειδή "έτσι είπε ο τάδε που είναι παλιός αναρχικός", χωρίς να σκέφτεται και να ζυγίζει τις πράξεις του με βάση το όφελος του λαού του το οποίο υποτίθεται προασπίζεται, ως γνήσιος επαναστάτης.
Φιλελευθερισμός (eng: liberalism) είναι ένα σύνολο ιδεών ή ένα φιλοσοφικό ρεύμα που θέτει ως κύριο στόχο την πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ελευθερία του ατόμου. Ο όρος όμως χρησιμοποιείται για διάφορες ιδεολογίες, οι οποίες δε συνδέονται απαραίτητα μεταξύ τους.[16]
Οικονομικός φιλελευθερισμός είναι το οικονομικό δόγμα που προστατεύει ή και ενθαρρύνει την ατομική πρωτοβουλία στην οικονομική σφαίρα δραστηριοτήτων . Ο οικονομικός φιλελευθερισμός έχει ταυτιστεί με μείωση του κρατισμού, περιορισμό των παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία και απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από τη γραφειοκρατία και τις διοικητικές ρυθμίσεις. Συνοψίζεται συνήθως στη φράση "laissez faire - laissez passer", που θεωρείται το βασικό σύνθημα του ελεύθερου εμπορίου.
Νεοφιλελευθερισμός ονομάζεται το οικονομικό δόγμα που πρεσβεύει την απόσυρση του κράτους από κάθε δραστηριότητα και ρυθμιστικό ρόλο πέραν του στρατού, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Χαρακτηρίζει σήμερα ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου φιλελευθερισμού έχοντας πάρει το όνομα "νεοφιλελευθερισμός". Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη αντιμάχεται οποιαδήποτε κοινωνική διάσταση στο ρόλο του κράτους, θεωρώντας την εμπόδιο για την ελεύθερη ανάπτυξη της αγοράς, οι νόμοι της οποίας μπορούν να ρυθμίσουν από μόνοι τους τη λειτουργία της κοινωνίας. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη αντιμάχεται επίσης τον συνδικαλισμό και την ύπαρξη πολιτικών προστασίας των εργαζομένων με το ίδιο σκεπτικό. Τέλος, δεν παραδέχεται την ύπαρξη κοινωνίας αλλά την ύπαρξη μόνο των ατόμων.
Ο σοσιαλισμός είναι κοινωνική, οικονομική και πολιτική θεωρία κατά την οποία η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αντικαθιστά την ατομική ιδιοκτησία[17]. Ο όρος ιστορικά αφορά ένα πολιτικό κίνημα του 19ου αιώνα, γέννημα των οικονομικοκοινωνικών συνθηκών της βιομηχανικής επανάστασης, και συσχετίζεται στενά με τον όρο Αριστερά.
Ο κομμουνισμός ως πολιτική έννοια συνήθως σχετίζεται με μια μορφή κοινωνίας επικεντρωμένης σε ένα οικονομικό σύστημα το οποίο θα λειτουργεί αμεσοδημοκρατικά και αποκεντρωμένα, χωρίς αγορά, κράτος ή διακριτές κοινωνικές τάξεις [18]
Συνήθως η κοινωνία αυτή θεωρείται αχρήματη, υπάρχουν ωστόσο και εναλλακτικές, παραπλήσιες αντιλήψεις οι οποίες διατηρούν την έννοια του χρήματος και μιλούν για ισότητα μισθών (π.χ. στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη[5]). Σε κάθε περίπτωση στον κομμουνισμό τα μέσα παραγωγής (π.χ. γαίες, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις) αποτελούν κοινωνική / κοινοτική ιδιοκτησία και όχι ατομική, ενώ υφίστανται συλλογική διαχείριση από τους εργαζόμενους με στόχο την κάλυψη των υλικών αναγκών όλων των πολιτών κατά το ρητό «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Ως πολιτικός χώρος, στο ευρύτερο πλαίσιο της Αριστεράς, ο κομμουνισμός εκφράζει αυτήν την προσδοκόμενη κοινωνία μέσω ενός σοσιαλιστικού λαϊκού κινήματος το οποίο αντιτίθεται στον καπιταλισμό. Η σύλληψη της κομμουνιστικής κοινωνίας απορρέει από μία κριτική στην ανταλλακτική οικονομία και στην έννοια του κέρδους[6][7], ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έχει περιγραφεί ως οικονομία δώρων[8][9]. Ως κομμουνιστές, με μία ευρεία έννοια, μπορούν να περιγραφούν όλοι οι μαρξιστές και οι περισσότεροι ελευθεριακοί σοσιαλιστές (π.χ. οι αναρχοκομμουνιστές). Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, η οποία οδήγησε στον σχηματισμό της Σοβιετικής Ένωσης, έχει επικρατήσει ο όρος κομμουνισμός να περιγράφει συνήθως τους λενινιστές. Καθώς η μαρξιστική αντίληψη για τον κομμουνισμό προϋποθέτει ένα μεταβατικό στάδιο ύπαρξης κράτους στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, το οποίο σύμφωνα με τους λενινιστές υλοποιήθηκε με κάποιον τρόπο στις δικτατορίες του προλεταριάτου του ιστορικού ανατολικού μπλοκ, πολλές φορές ο όρος κομμουνισμός στην καθομιλουμένη αφορά παρόμοια λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα με απολυταρχικές κυβερνήσεις και ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το κράτος, αντί για μία κατάσταση αταξικής και ακρατικής κοινωνίας (δείτε και το άρθρο κομμουνιστικό κράτος). Τα εν λόγω καθεστώτα ωστόσο αυτοπροσδιορίζονταν όχι ως κομμουνιστικά αλλά ως σοσιαλιστικά, υπό την έννοια ότι ευρίσκονταν σε μια φάση μετάβασης προς τον κομμουνισμό όπου το κράτος θα αυτοδιαλυόταν.
Διεθνισμός είναι ένα κίνημα αλληλεγγύης των κατατρεγμένων λαών, εθνών και ανθρώπων, που στηρίζεται στην ύπαρξη των εθνών, προβάλει το δικαίωμά τους να συγκροτούν κράτη με εθνικό χαρακτήρα και προσανατολισμό και με χαρακτηριστικά δημοκρατικής ισότητας μεταξύ των λαών, στηρίζει τους αγώνες των ανθρώπων σε κάθε τόπο για πραγματική δημοκρατία, κοινωνική ισότητα και χειραφέτηση, ελευθερία και ουσιαστικό σοσιαλισμό.
Ο όρος διεθνισμός περιλαμβάνει κατά την γλωσσολογική,γραμματολογική του ανάλυση (σε όλες τις γλώσσες: Ιnternationalism,Ιnternationalisme, Internationalismus, Ιnternazionalismo,Ιnternacionalismo, интернационализм) την έννοια του "Εθνους". [19]
Ο προλεταριακός διεθνισμός (ονομάζεται και διεθνιστικός σοσιαλισμός) είναι μία μαρξιστική αντίληψη περί των κοινωνικών τάξεων βασιζόμενη στη θεώρηση πως ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα και, κατά συνέπεια, η εργατική τάξη πρέπει να δράσει σε παγκόσμιο συντονισμό αν θέλει να τον νικήσει. Οι εργάτες πρέπει να παλέψουν αλληλέγγυα με τους συντρόφους τους στις άλλες χώρες, στη βάση των κοινών ταξικών συμφερόντων. Παρόμοιες ιδέες έχουν εκφράσει κατά καιρούς και ελευθεριακοί σοσιαλιστές. Ο προλεταριακός διεθνισμός είναι στενά συνδεδεμένος με τους μαρξιστικούς στόχους για την παγκόσμια επανάσταση, που θα επιτυγχάνονταν μέσα από διαδοχικές και ταυτόχρονες κομμουνιστικές επαναστάσεις σε όλα τα έθνη. Σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία η παγκόσμια επανάσταση θα οδηγούσε τον παγκόσμιο κομμουνισμό, και αργότερα στον κομμουνισμό χωρίς κράτος. Ο προλεταριακός διεθνισμός υπονομεύτηκε στο πλαίσιο του λενινισμού από τη σοβιετική πολιτική του σοσιαλισμού σε μία χώρα. Το ζήτημα αυτό υπήρξε κομβικό στη διαφοροποίηση μεταξύ σταλινισμού και τροτσκισμού.
Λαϊκότητα: (στον χώρο της πολιτικής) η συμμετοχή, η παρουσία του λαού στην έκφραση και άσκηση και έλεγχο της εξουσίας. (προϋπόθεση δημοκρατίας) [20]
Λαϊκισμός : η κατ’ επίφαση λαϊκότητα, όπου δηλ. αναγνωρίζεται τυπικά η συμμετοχή του λαού στην εξουσία, αλλά στην πραγματικότητα είναι είτε ανύπαρκτη είτε περιορισμένη. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης όταν μιλάμε για την επιβολή ενός «χαρισματικού» ηγέτη στο λαό, ο οποίος αναδεικνύεται μέσα από ένα πρόγραμμα που ικανοποιεί τις λαϊκές διεκδικήσεις. [13]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η επίσκεψη σας στο Θαλαμοφύλακα με τιμά ιδιαίτερως.
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι τρολλιές, οι κουτσουλιές και οι ύβρεις.
Τα υπόλοιπα θα μείνουν για πάντα εδώ, εκτεθειμένα σε κοινή θέα, γι αυτό πριν πατήσετε το κουμπί "Υποβολή", παρακαλώ να ξαναδιαβάσετε αυτό που γράψατε.