Του Βασίλη Βιλιάρδου
Σύμφωνα με την «Τράπεζα της Ελλάδος», μπορούμε να μηδενίσουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα μας έως το 2012, μέσω του περιορισμού της «τεράστιας φοροδιαφυγής» και της ουσιαστικής περιστολής της σπατάλης του δημοσίου. Επίσης, μπορούμε να στοχεύσουμε στη μείωση της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ στο 60%, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα (10 έτη), μέσω της επίτευξης σημαντικών «πρωτογενών πλεονασμάτων, της τάξης του 4,5-5% του ΑΕΠ....
Περαιτέρω, αν και κατά την ίδια έκθεση, «Πουθενά και ποτέ δεν υπήρξε παράδειγμα χώρας, η οποία να πέτυχε διατηρήσιμη ανάπτυξη στη βάση χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων», εμείς θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε, με τη βοήθεια «Εκτεταμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης μέσω των επενδύσεων, της αύξησης του ποσοστού απασχόλησης και της διαρκούς ποιοτικής αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού και κυρίως της ενδυνάμωσης του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές».
Ξεκινώντας από το δεύτερο, τη μείωση δηλαδή του χρέους προς το ΑΕΠ μας μέσα σε 10 έτη, διαπιστώνουμε ότι, με σταθερό ΑΕΠ ύψους 245 δισ. ευρώ και Δημόσιο Χρέος ύψους 233 δισ. ευρώ, αυτό που θεωρούμε εφικτό είναι η επίτευξη «κεφαλαιακού πλεονάσματος» 86 δισ. ευρώ (8,6 δισ. ευρώ ετήσια), όταν τα τελευταία 30 χρόνια το χρέος μας αυξανόταν σταθερά κατά σχεδόν 7 δισ. ευρώ ετήσια. Θέλοντας λοιπόν να επιτύχουμε μείωση του δημόσιου χρέους μας κατά 8,6 δισ. ευρώ για τα επόμενα δέκα χρόνια, στην ουσία επιδιώκουμε καλυτέρευση ίση με 7 δισ. ευρώ συν 8,6 δισ. ευρώ, ήτοι περί τα 15,6 δισ. ευρώ ετησίως! (επιφυλασσόμαστε, όπως πάντοτε, για την ακρίβεια των αριθμών).
Από την άλλη πλευρά, η λύση που θεωρείται ότι θα συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων μας, στηρίζεται στις επενδύσεις, μέσω των οποίων θα επιτευχθούν οι στόχοι μας. Όμως, όταν τα φορολογικά μας έσοδα είναι περίπου 55 δισ. ευρώ ετησίως και δεν φτάνουν ούτε για να καλύψουν τουλάχιστον τις δαπάνες ύψους 49 δισ. ευρώ (πρωτογενείς), τους τόκους ύψους 11,3 δισ. ευρώ και τις επιστροφές δανείων (χρεολύσια) ύψους 26 δισ. ευρώ -συνολικά δηλαδή περίπου 86 δισ. ευρώ ετήσια έναντι 55 δισ. ευρώ-, δεν είναι ουσιαστικά δυνατόν να περιμένουμε σοβαρές επενδύσεις εκ μέρους του δημοσίου.
Βέβαια, θα μπορούσαμε θεωρητικά να αυξήσουμε τα φορολογικά μας έσοδα και να μηδενίσουμε τουλάχιστον το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού (περί τα 6,3 δισ. ευρώ). Τα φορολογικά μας έσοδα όμως είναι γύρω στο 22% του ΑΕΠ μας, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2008, όταν για παράδειγμα τα αντίστοιχα της Γερμανίας το 2006 (πηγή: OCDE, Paris 2007) ήταν επίσης 22% και της Ιαπωνίας 18% (τότε τα δικά μας ήταν 17,4%). Επομένως, συγκριτικά δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα, ενώ έχουν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με το 2006.
Κατ’ επακόλουθο, ακόμη και αν είχαμε τη θέληση, καθώς επίσης μία σταθερή κυβέρνηση, η οποία δεν θα αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα στη συλλογή των φόρων, θα μπορούσαμε αλήθεια να αυξήσουμε τη φορολογία; Η Ιαπωνία, όταν το 1997 αύξησε τους φόρους για να μειώσει το έλλειμμά της, οδηγήθηκε αμέσως στην ύφεση. Εμείς γιατί θα τα καταφέρναμε καλύτερα; Η ύφεση φυσικά σημαίνει ότι, ακόμη και με αυξημένους συντελεστές φορολόγησης, τα έσοδα μειώνονται αφού περιορίζεται το ΑΕΠ, με τα χρέη σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ να αυξάνονται ραγδαία.
Περαιτέρω, ακόμη και εάν όλες οι υπόλοιπες συνθήκες (παγκόσμια οικονομική κρίση, προβληματισμοί στο εσωτερικό της χώρας κλπ) ήταν θετικές, η χώρα μας έχει χρόνιο και διαρκώς αυξανόμενο έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές της. Αγοράζει δηλαδή περισσότερα από όσα πουλάει, οπότε είναι υποχρεωμένη να έχει ίσο αντίστοιχο πλεόνασμα στο λογαριασμό κεφαλαίου της –επομένως, να πουλάει περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα αγοράζει, για να καλύπτει αυτές τις ανάγκες της και όχι για τη μείωση των χρεών της.
Για να μπορεί λοιπόν να καλύπτει το έλλειμμα της, θα πρέπει είτε να προσελκύει ξένους επενδυτές για την εξαγορά των περιουσιακών στοιχείων της, είτε να δανείζεται από το εξωτερικό. Ο πίνακας που ακολουθεί, παρουσιάζει το πρόβλημα στην πραγματική του έκταση:
ΕΤΗ | ΑΕΠ (δισ.) | Εξαγωγές | Εισαγωγές | Έλλειμμα | Έλλειμμα/ΑΕΠ |
2006 | 213.207 | 16.647.439 | 49.123.369 | -32.477.334 | 15,21% |
2007 | 228.180 | 17.279.022 | 53.399.638 | -36.122.627 | 15,83% |
2008 | 245.448 | 17.533.146 | 58.570.121 | -41.038.983 | 16,72% |
Πηγή: ΣΕΒΕ
Ειδικότερα όσον αφορά το εξωτερικό χρέος του δημοσίου (περίπου το 65% του συνολικού, ήτοι περί τα 235 δισ. ευρώ), θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι σχεδόν 13,5 φορές υψηλότερο από τις εξαγωγές μας. Για σύγκριση, το 1991 το εξωτερικό χρέος της Ταϊλάνδης ήταν ελαφρώς μικρότερο από τις εξαγωγές της και ο οικονομολόγος κ. Κρούγκμαν το σχολιάζει στο βιβλίο του σαν «Όχι ασήμαντη αναλογία, αλλά μέσα σε ασφαλή όρια». Το αντίστοιχο της Λατινικής Αμερικής ήταν 2,7 μεγαλύτερο από τις εξαγωγές, κάτι που αξιολογούνταν σαν αρκετά επικίνδυνο.
Για να καταλάβει κανείς τη σοβαρότητα του ελλείμματος των 41 δισ. ευρώ, αρκεί να το συγκρίνει με το αντίστοιχο του Μεξικού, ένα χρόνο πριν (1993) από την παρά λίγο χρεοκοπία του (γνωστή σαν κρίση-τεκίλα, όπου το Μεξικό διασώθηκε χάρη στα 50 δισ. δολ. δάνειο που πήρε από τις Η.Π.Α.). Το ποσοστό αυτό ήταν 8% επί του ΑΕΠ και όχι 16,72% όπως σήμερα στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό οφειλόταν στο ότι, αν και το νόμισμα του Μεξικού παρέμενε σταθερό, αφού ήταν συνδεδεμένο με το δολάριο, ο πληθωρισμός ήταν μεγαλύτερος από αυτόν των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα τα προϊόντα που παρήγαγε να μην μπορούν να ανταγωνιστούν τα αμερικανικά (ουσιαστικά το νόμισμα ήταν υπερτιμημένο). Έτσι, μειώνονταν συνεχώς οι εξαγωγές του Μεξικού και αυξάνονταν οι εισαγωγές.
Κάτι αντίστοιχο όμως δεν συμβαίνει σήμερα και στην Ελλάδα, με τον πληθωρισμό εδώ να είναι σταθερά αρκετά μεγαλύτερος από το μέσο Ευρωπαϊκό; Επιπλέον σε εμάς, το νόμισμα μας δεν είναι απλά συνδεδεμένο με το ευρώ(οπότε θα μπορούσε να αποσυνδεθεί και να υποτιμηθεί), αλλά είναι το ίδιο το ευρώ, το ισχυρότερο σήμερα νόμισμα του κόσμου. Τι θα γίνει λοιπόν εάν σταματήσει η χώρα μας να προσελκύει ξένους επενδυτές (λόγω για παράδειγμα αυξημένου ρίσκου, χρηματιστηριακής απαξίωσης κ.ά.), καθώς επίσης εάν τελειώσουν τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία (ΟΤΕ, Ολυμπιακή κλπ), τα κερδοφόρα φυσικά που είναι δυνατόν να πουλήσει;
Το κράτος μας, εάν κρίνουμε από τη δυσκολία του να δανεισθεί μακροπρόθεσμα (6,14% επιτόκιο), παρά το ότι είναι μέλος της Ευρωζώνης, δεν θεωρείται ιδιαίτερα αξιόχρεο, ιδίως αφού καταλήγει να ζητάει βραχυπρόθεσμα δάνεια που πρέπει να ανανεώνονται συνεχώς. Ακόμη βέβαια προσελκύει ξένους επενδυτές, κυρίως μέσω του χρηματιστηρίου, αφού γνωρίζουμε ότι το περίπου 50% της κεφαλαιοποίησης του (70 δισ. ευρώ) ανήκει σε αλλοδαπούς.
Πριν όμως από την οικονομική κρίση, τα ποσόν αυτό (35 δισ. ευρώ περίπου) ήταν πολλαπλάσιο, αφού ο Γενικός Δείκτης ήταν κατά πολύ υψηλότερος. Σήμερα είναι εξαιρετικά χαμηλό, γεγονός που σίγουρα δυσχεραίνει αρκετά τη χρηματοδότηση των αναγκών μας. Εάν προσθέσουμε εδώ τις μικρότερες οικονομικές αποδόσεις (κερδοφορία) των εισηγμένων εταιρειών, ιδίως των τραπεζών, καθώς επίσης των υπολοίπων ελληνικών επιχειρήσεων και τα εξ αυτών μειωμένα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου, το πρόβλημα εντείνεται ακόμη περισσότερο.
Μπορεί μήπως η Ελλάδα να ανεβάσει τα επιτόκια, προσελκύοντας καταθέτες από το εσωτερικό της, έτσι ώστε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα Κεφάλαια για την εξόφληση των υποχρεώσεων της στο εξωτερικό και την αύξηση των επενδύσεων; Ίσως αυτό θα ήταν κάποια λύση, εάν ο ιδιωτικός τομέας τουλάχιστον (καταναλωτές, επιχειρήσεις) και ιδιαίτερα ο χρηματοπιστωτικός ήταν υγιείς (όπως συμβαίνει στην Ιαπωνία, όπου το εξωτερικό χρέος είναι κατά πολύ χαμηλότερο του δημοσίου, κυρίως λόγω των υψηλών αποταμιεύσεων). Είναι όμως;
Οι τράπεζες μας έχουν δανεισθεί πολλά χρήματα από το εξωτερικό, δανείζοντας αρκετά από αυτά όχι στην Ελλάδα, αλλά στην Ανατολική Ευρώπη, στην Τουρκία κλπ. Τα δάνεια των τραπεζών μας προς την Α. Ευρώπη υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 70 δισ. ευρώ, δηλαδή 25-30% του ΑΕΠ μας. Βέβαια θεωρούνται μη επικίνδυνα ακόμη, αφού τα αντίστοιχα δάνεια των τραπεζών της Αυστρίας είναι σχεδόν το 100% του ΑΕΠ της και ακριβώς γι’ αυτό αναρωτιούνται οι οικονομολόγοι εάν έχει ήδη χρεοκοπήσει η χώρα. Με δεδομένες όμως τις αδυναμίες του κράτους μας και την ενδεχόμενη στροφή του προς το εσωτερικό για χρηματοδότηση (ήδη έχουν εκδοθεί λαϊκά ομόλογα), μήπως είναι πράγματι επικίνδυνα τα δάνεια των τραπεζών μας στο εξωτερικό; Εάν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα, ούτε αυτές μπορούν να στηρίξουν την Ελλάδα, αλλά ούτε και η Ελλάδα τις τράπεζες της, όπως ενδεχομένως μπορεί η Αυστρία.
Περαιτέρω, απομένει η δυνατότητα της «σύλληψης της τεράστιας φοροδιαφυγής», για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και την επίλυση των προβλημάτων της Οικονομίας μας. Είναι όμως πράγματι τεράστια η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες χώρες, όταν
α) τα φορολογικά μας έσοδα αντιστοιχούν στο 22% του ΑΕΠ μας, με τη Γερμανία στα ίδια επίπεδα και την Ιαπωνία χαμηλότερα;
β) δεν υπάρχει εκτεταμένη «ελληνική» φόρο-αποφυγή, αφού οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εδώ είναι δυστυχώς ξένες (οι ελληνικές εταιρείες είναι σχετικά μικρές για να κάνουν χρήση αυτών των οριακά νόμιμων δυνατοτήτων) και
γ) οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν απ’ ευθείας κόστη που σε άλλες χώρες επιβαρύνουν το δημόσιο, όπως φροντιστήρια, ιατρική περίθαλψη κ.ά.;
Μία μέση οικογένεια πληρώνει για φροντιστήρια περί τα 3.000 ευρώ ετήσια ανά μαθητή, όταν η αντίστοιχη γερμανική δεν πληρώνει τίποτα. Δεν είναι αυτός φόρος; Είναι μηδαμινός και μπορεί να αυξηθεί; Εάν δεν υπήρχαν τα φροντιστήρια, δεν θα έμεναν όλοι όσοι απασχολούνται σε αυτά άνεργοι, αναγκάζοντας το Δημόσιο να τους πληρώνει; Δεν ενισχύουν επομένως οι Έλληνες πολίτες απ’ ευθείας το Δημόσιο; Θα υπήρχαν γιατροί με αυτές τις αμοιβές, εάν δεν υπήρχαν οι «διευκολύνσεις»; Δεν «επιδοτούνται» λοιπόν αυτές οι αμοιβές απ’ ευθείας από τους Έλληνες πολίτες; Δεν είναι έμμεσοι, αν και αφανείς, φόροι;
Τέλος, αφήνοντας έξω τις ξένες επιχειρήσεις, τις σχετικά μεγάλες ελληνικές οι οποίες, εισηγμένες στο χρηματιστήριο, δύσκολα φοροδιαφεύγουν, καθώς επίσης τους μισθωτούς, μπορεί η φοροδιαφυγή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών να λύσει πραγματικά όλα τα προβλήματα της χώρας μας; Πόσες από αυτές θα κλείσουν, σε τελική ανάλυση, αν «συλληφθεί» η όποια φοροδιαφυγή ή εισφοροδιαφυγή τους; Ποια θα είναι τα πραγματικά αποτελέσματα για την Οικονομία και το κράτος μας, όταν τυχόν συμβεί κάτι τέτοιο;
Όσον αφορά τώρα την περιστολή των δαπανών του δημοσίου, είναι πράγματι σε θέση να καλύψει αυτή τους στόχους μείωσης των ελλειμμάτων και των χρεών, όταν υπάρχουν τόσα πολλά κοινωνικά προβλήματα; Οτιδήποτε και αν καταφέρουμε να μειώσουμε, δεν θα πρέπει υποχρεωτικά να συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος του ασφαλιστικού που προέρχεται, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, από τη διαφοροποίηση της αναλογίας των εργαζομένων, σε σχέση με αυτούς που συνταξιοδοτούνται; (γήρανση του πληθυσμού, κυρίως λόγω της αύξησης του προσδοκώμενου χρόνου ζωής, σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα). Ή ίσως στην επίλυση του προβλήματος της ανεργίας των νέων; (ολόκληρη η Ευρώπη υποφέρει από την «ευρωσκλήρωση», τη μόνιμη δηλαδή παρουσία υψηλών ποσοστών ανεργίας, ιδίως των νέων, ακόμη και στη διάρκεια οικονομικών ανακάμψεων – όχι μόνο εμείς).
Συμπερασματικά λοιπόν, είναι πραγματικά όμορφη η σκέψη να μειώσουμε το χρέος μας και να μηδενίσουμε τα ελλείμματά μας. Σαν άτομα και σαν χώρα, θα μας γέμιζε υπερηφάνεια κάτι τέτοιο, θα τόνωνε το ηθικό μας και θα πρόσθετε πολλά στην αξιοπρέπεια μας. Κανένας μας δεν θέλει να ακούει από τις άλλες χώρες, ότι χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε, όπως και κανένας μας δεν θέλει να επιβαρύνει τις μελλοντικές γενιές με υπερβολικά χρέη και χωρίς αντίκρισμα υποχρεώσεις. Είναι όμως πράγματι ρεαλιστικό ή μήπως αποτελεί μία ακόμη υπερβολή του ιδιόμορφου χαρακτήρα μας;
Κατά την άποψη μας, όλα όσα λέγονται προς αυτή την κατεύθυνση είναι μάλλον εσφαλμένα -δυστυχώς εντελώς εκτός τόπου και χρόνου. Μη έχοντας
α) συναλλαγματικές δυνατότητες (υποτίμηση του νομίσματος μας για να μειώσουμε πληθωριστικά το χρέος μας, για να ενισχύσουμε τις εξαγωγές και τον τουρισμό, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές κλπ, όπως συμβαίνει ήδη στην Τουρκία που σημειώνει αύξηση του τουρισμού της κατά 27%, όταν σε εμάς διαπιστώνεται μείωση 19%),
β) νομισματικές δυνατότητες (αυτόνομη κεντρική τράπεζα για τη διαχείριση των επιτοκίων κ.ά.),
γ) δημοσιονομικές δυνατότητες (η Ε.Ε. ζητάει επίμονα την άμεση τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και τη μείωση των ελλειμμάτων, με όλα όσα όλα αυτά συνεπάγονται – περιορισμό των μισθών, λιτότητα, μειωμένη ζήτηση με το φόβο του αποπληθωρισμού κ.ά.),
δ) μία «φιλική» δομή του ΑΕΠ μας απέναντι σε κρίσεις (στην Ελλάδα υπερισχύει ο τομέας των Υπηρεσιών, στον οποίο η αύξηση της παραγωγικότητας είναι πολύ πιο δύσκολη αφού, μεταξύ άλλων, οι άνθρωποι που υποχρεωτικά τον στελεχώνουν, δεν έχουν τις ιδιότητες των μηχανών) και
ε) την οικονομική και λοιπή βοήθεια της ΕΕ, αφού εμείς δεν έχουμε καμία ελευθερία κινήσεων κλπ,
είναι αδύνατον να εξέλθουμε από τα προβλήματα της οικονομίας μας, ακόμη και αν δεν υπήρχε η παγκόσμια οικονομική κρίση, αν είχαμε την καλύτερη κυβέρνηση του κόσμου, τον ικανότερο λαό, αν κατορθώναμε να μειώσουμε την όποια φοροδιαφυγή, να περιορίσουμε τη σπατάλη του Δημοσίου κοκ. Επομένως, όχι μόνο είναι αδύνατο να αποπληρώσουμε τα χρέη μας ή να μειώσουμε το έλλειμμά μας, αλλά ούτε καν να σταματήσουμε τη συνεχή αύξηση τους, τουλάχιστον μέχρι το σημείο που δεν θα μπορούμε να τα πληρώσουμε, μην κατορθώνοντας κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον να εξασφαλίσουμε τον περαιτέρω δανεισμό μας.
Τι θα έπρεπε να κάνουμε λοιπόν, εάν δεν θέλαμε να αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους, να υποδουλωθούμε ή να χρεοκοπήσουμε ανεπιστρεπτί; Πως θα πρέπει να ενεργήσουμε, για να αμβλύνουμε κάπως τις παρενέργειες του χρέους και να μην υποκύψουμε στο μοιραίο;
Ο J. M. Keynes, κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου των Βερσαλλιών το 1919, με αντικείμενο τον τρόπο που θα έπρεπε να συμπεριφερθούν οι νικήτριες δυνάμεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απέναντι στην ηττηθείσα Γερμανία, είπε τα εξής:
«Απαιτήθηκαν 160 δισ. γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δισ. ή, έστω, 100 δισ., είναι ανύπαρκτη -δεν βρίσκεται δηλαδή εντός των πλαισίων του εφικτού, με βάση έναν λογικό υπολογισμό. Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δισ. Μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα. Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας». Κανένας δεν τον άκουσε δυστυχώς, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το κραχ του 1929 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
Κατ’ επέκταση, αν και όχι κατ’ αναλογία, η ερώτηση που οφείλουμε να θέσουμε σε σχέση με τη χώρα μας και στην οποία θα πρέπει να απαντήσει η Ευρώπη, εάν δεν θέλουμε να αναλωνόμαστε συνεχώς στην περιγραφή προβλημάτων ή θεωρητικών λύσεων, αλλά στις δυνατότητες πρακτικής επίλυσης τους, είναι κατά κάποιον τρόπο αυτή που έκανε τότε ο Keynes: Μέσω της πώλησης ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα μπορέσουμε να μειώσουμε το χρέος και τα ελλείμματα μας, καθώς επίσης σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα; Εμείς θέλουμε να δουλέψουμε παραγωγικά, δεν είμαστε «οκνηροί», δεν θέλουμε να χρωστάμε και δεν θέλουμε να είμαστε υπόλογοι σε κανέναν. Πώς να το κάνουμε όμως πρακτικά, όταν μας έχουν αφαιρεθεί όλα τα εργαλεία χειρισμού της οικονομίας μας, ενώ ταυτόχρονα αποκλειόμαστε από όλες τις αγορές του εξωτερικού, σιγά-σιγά και από αυτές της ίδιας μας της χώρας;
Οι τράπεζες μας έχουν δανεισθεί πολλά χρήματα από το εξωτερικό, δανείζοντας αρκετά από αυτά όχι στην Ελλάδα, αλλά στην Ανατολική Ευρώπη, στην Τουρκία κλπ. Τα δάνεια των τραπεζών μας προς την Α. Ευρώπη υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 70 δισ. ευρώ, δηλαδή 25-30% του ΑΕΠ μας. Βέβαια θεωρούνται μη επικίνδυνα ακόμη, αφού τα αντίστοιχα δάνεια των τραπεζών της Αυστρίας είναι σχεδόν το 100% του ΑΕΠ της και ακριβώς γι’ αυτό αναρωτιούνται οι οικονομολόγοι εάν έχει ήδη χρεοκοπήσει η χώρα. Με δεδομένες όμως τις αδυναμίες του κράτους μας και την ενδεχόμενη στροφή του προς το εσωτερικό για χρηματοδότηση (ήδη έχουν εκδοθεί λαϊκά ομόλογα), μήπως είναι πράγματι επικίνδυνα τα δάνεια των τραπεζών μας στο εξωτερικό; Εάν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα, ούτε αυτές μπορούν να στηρίξουν την Ελλάδα, αλλά ούτε και η Ελλάδα τις τράπεζες της, όπως ενδεχομένως μπορεί η Αυστρία.
Περαιτέρω, απομένει η δυνατότητα της «σύλληψης της τεράστιας φοροδιαφυγής», για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και την επίλυση των προβλημάτων της Οικονομίας μας. Είναι όμως πράγματι τεράστια η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες χώρες, όταν
α) τα φορολογικά μας έσοδα αντιστοιχούν στο 22% του ΑΕΠ μας, με τη Γερμανία στα ίδια επίπεδα και την Ιαπωνία χαμηλότερα;
β) δεν υπάρχει εκτεταμένη «ελληνική» φόρο-αποφυγή, αφού οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εδώ είναι δυστυχώς ξένες (οι ελληνικές εταιρείες είναι σχετικά μικρές για να κάνουν χρήση αυτών των οριακά νόμιμων δυνατοτήτων) και
γ) οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν απ’ ευθείας κόστη που σε άλλες χώρες επιβαρύνουν το δημόσιο, όπως φροντιστήρια, ιατρική περίθαλψη κ.ά.;
Μία μέση οικογένεια πληρώνει για φροντιστήρια περί τα 3.000 ευρώ ετήσια ανά μαθητή, όταν η αντίστοιχη γερμανική δεν πληρώνει τίποτα. Δεν είναι αυτός φόρος; Είναι μηδαμινός και μπορεί να αυξηθεί; Εάν δεν υπήρχαν τα φροντιστήρια, δεν θα έμεναν όλοι όσοι απασχολούνται σε αυτά άνεργοι, αναγκάζοντας το Δημόσιο να τους πληρώνει; Δεν ενισχύουν επομένως οι Έλληνες πολίτες απ’ ευθείας το Δημόσιο; Θα υπήρχαν γιατροί με αυτές τις αμοιβές, εάν δεν υπήρχαν οι «διευκολύνσεις»; Δεν «επιδοτούνται» λοιπόν αυτές οι αμοιβές απ’ ευθείας από τους Έλληνες πολίτες; Δεν είναι έμμεσοι, αν και αφανείς, φόροι;
Τέλος, αφήνοντας έξω τις ξένες επιχειρήσεις, τις σχετικά μεγάλες ελληνικές οι οποίες, εισηγμένες στο χρηματιστήριο, δύσκολα φοροδιαφεύγουν, καθώς επίσης τους μισθωτούς, μπορεί η φοροδιαφυγή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών να λύσει πραγματικά όλα τα προβλήματα της χώρας μας; Πόσες από αυτές θα κλείσουν, σε τελική ανάλυση, αν «συλληφθεί» η όποια φοροδιαφυγή ή εισφοροδιαφυγή τους; Ποια θα είναι τα πραγματικά αποτελέσματα για την Οικονομία και το κράτος μας, όταν τυχόν συμβεί κάτι τέτοιο;
Όσον αφορά τώρα την περιστολή των δαπανών του δημοσίου, είναι πράγματι σε θέση να καλύψει αυτή τους στόχους μείωσης των ελλειμμάτων και των χρεών, όταν υπάρχουν τόσα πολλά κοινωνικά προβλήματα; Οτιδήποτε και αν καταφέρουμε να μειώσουμε, δεν θα πρέπει υποχρεωτικά να συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος του ασφαλιστικού που προέρχεται, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, από τη διαφοροποίηση της αναλογίας των εργαζομένων, σε σχέση με αυτούς που συνταξιοδοτούνται; (γήρανση του πληθυσμού, κυρίως λόγω της αύξησης του προσδοκώμενου χρόνου ζωής, σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα). Ή ίσως στην επίλυση του προβλήματος της ανεργίας των νέων; (ολόκληρη η Ευρώπη υποφέρει από την «ευρωσκλήρωση», τη μόνιμη δηλαδή παρουσία υψηλών ποσοστών ανεργίας, ιδίως των νέων, ακόμη και στη διάρκεια οικονομικών ανακάμψεων – όχι μόνο εμείς).
Συμπερασματικά λοιπόν, είναι πραγματικά όμορφη η σκέψη να μειώσουμε το χρέος μας και να μηδενίσουμε τα ελλείμματά μας. Σαν άτομα και σαν χώρα, θα μας γέμιζε υπερηφάνεια κάτι τέτοιο, θα τόνωνε το ηθικό μας και θα πρόσθετε πολλά στην αξιοπρέπεια μας. Κανένας μας δεν θέλει να ακούει από τις άλλες χώρες, ότι χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε, όπως και κανένας μας δεν θέλει να επιβαρύνει τις μελλοντικές γενιές με υπερβολικά χρέη και χωρίς αντίκρισμα υποχρεώσεις. Είναι όμως πράγματι ρεαλιστικό ή μήπως αποτελεί μία ακόμη υπερβολή του ιδιόμορφου χαρακτήρα μας;
Κατά την άποψη μας, όλα όσα λέγονται προς αυτή την κατεύθυνση είναι μάλλον εσφαλμένα -δυστυχώς εντελώς εκτός τόπου και χρόνου. Μη έχοντας
α) συναλλαγματικές δυνατότητες (υποτίμηση του νομίσματος μας για να μειώσουμε πληθωριστικά το χρέος μας, για να ενισχύσουμε τις εξαγωγές και τον τουρισμό, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές κλπ, όπως συμβαίνει ήδη στην Τουρκία που σημειώνει αύξηση του τουρισμού της κατά 27%, όταν σε εμάς διαπιστώνεται μείωση 19%),
β) νομισματικές δυνατότητες (αυτόνομη κεντρική τράπεζα για τη διαχείριση των επιτοκίων κ.ά.),
γ) δημοσιονομικές δυνατότητες (η Ε.Ε. ζητάει επίμονα την άμεση τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και τη μείωση των ελλειμμάτων, με όλα όσα όλα αυτά συνεπάγονται – περιορισμό των μισθών, λιτότητα, μειωμένη ζήτηση με το φόβο του αποπληθωρισμού κ.ά.),
δ) μία «φιλική» δομή του ΑΕΠ μας απέναντι σε κρίσεις (στην Ελλάδα υπερισχύει ο τομέας των Υπηρεσιών, στον οποίο η αύξηση της παραγωγικότητας είναι πολύ πιο δύσκολη αφού, μεταξύ άλλων, οι άνθρωποι που υποχρεωτικά τον στελεχώνουν, δεν έχουν τις ιδιότητες των μηχανών) και
ε) την οικονομική και λοιπή βοήθεια της ΕΕ, αφού εμείς δεν έχουμε καμία ελευθερία κινήσεων κλπ,
είναι αδύνατον να εξέλθουμε από τα προβλήματα της οικονομίας μας, ακόμη και αν δεν υπήρχε η παγκόσμια οικονομική κρίση, αν είχαμε την καλύτερη κυβέρνηση του κόσμου, τον ικανότερο λαό, αν κατορθώναμε να μειώσουμε την όποια φοροδιαφυγή, να περιορίσουμε τη σπατάλη του Δημοσίου κοκ. Επομένως, όχι μόνο είναι αδύνατο να αποπληρώσουμε τα χρέη μας ή να μειώσουμε το έλλειμμά μας, αλλά ούτε καν να σταματήσουμε τη συνεχή αύξηση τους, τουλάχιστον μέχρι το σημείο που δεν θα μπορούμε να τα πληρώσουμε, μην κατορθώνοντας κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον να εξασφαλίσουμε τον περαιτέρω δανεισμό μας.
Τι θα έπρεπε να κάνουμε λοιπόν, εάν δεν θέλαμε να αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους, να υποδουλωθούμε ή να χρεοκοπήσουμε ανεπιστρεπτί; Πως θα πρέπει να ενεργήσουμε, για να αμβλύνουμε κάπως τις παρενέργειες του χρέους και να μην υποκύψουμε στο μοιραίο;
Ο J. M. Keynes, κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου των Βερσαλλιών το 1919, με αντικείμενο τον τρόπο που θα έπρεπε να συμπεριφερθούν οι νικήτριες δυνάμεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απέναντι στην ηττηθείσα Γερμανία, είπε τα εξής:
«Απαιτήθηκαν 160 δισ. γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δισ. ή, έστω, 100 δισ., είναι ανύπαρκτη -δεν βρίσκεται δηλαδή εντός των πλαισίων του εφικτού, με βάση έναν λογικό υπολογισμό. Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δισ. Μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα. Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας». Κανένας δεν τον άκουσε δυστυχώς, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το κραχ του 1929 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
Κατ’ επέκταση, αν και όχι κατ’ αναλογία, η ερώτηση που οφείλουμε να θέσουμε σε σχέση με τη χώρα μας και στην οποία θα πρέπει να απαντήσει η Ευρώπη, εάν δεν θέλουμε να αναλωνόμαστε συνεχώς στην περιγραφή προβλημάτων ή θεωρητικών λύσεων, αλλά στις δυνατότητες πρακτικής επίλυσης τους, είναι κατά κάποιον τρόπο αυτή που έκανε τότε ο Keynes: Μέσω της πώλησης ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα μπορέσουμε να μειώσουμε το χρέος και τα ελλείμματα μας, καθώς επίσης σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα; Εμείς θέλουμε να δουλέψουμε παραγωγικά, δεν είμαστε «οκνηροί», δεν θέλουμε να χρωστάμε και δεν θέλουμε να είμαστε υπόλογοι σε κανέναν. Πώς να το κάνουμε όμως πρακτικά, όταν μας έχουν αφαιρεθεί όλα τα εργαλεία χειρισμού της οικονομίας μας, ενώ ταυτόχρονα αποκλειόμαστε από όλες τις αγορές του εξωτερικού, σιγά-σιγά και από αυτές της ίδιας μας της χώρας;
Εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν μας εξασφαλίζουν τις αγορές τους για τα προϊόντα μας αυξάνοντας το ΑΕΠ μας (οπότε θα μπορούσε να μειωθεί αναλογικά το χρέος μας), μας αποκλείουν σταδιακά από τις δικές μας (Lidl, Aldi, Makro, Media Markt, Vinci, Hochtief, Carrefour, Unilever, αεροδρόμια, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κλπ), δεν στέλνουν τους πολίτες τους να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα, δεν χρησιμοποιούν τη ναυτιλία μας για τις μεταφορές τους, δεν κάνουν ευρύτερα χρήση του τομέα των υπηρεσιών μας (75% του ΑΕΠ), δεν επενδύουν εδώ σε παραγωγικές μονάδες για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα μας, αλλά μόνο εκμεταλλεύονται τις καταναλωτικές μας επιδόσεις, δεν προστατεύουν ενεργά (με δικό τους πολεμικό εξοπλισμό) τα σύνορα μας, δεν μας προσφέρουν χαμηλά επιτόκια και δεν ενδιαφέρονται για την επίλυση των προβλημάτων μας, για τι ακριβώς τους χρειαζόμαστε;
Ακόμη και σαν αποικία ή δορυφόροι τους, δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να εξασφαλίζουν την επιβίωση και τη μη χρεοκοπία μας, αφού στην κυριολεξία μας απαγορεύουν να δραστηριοποιηθούμε μόνοι μας; Εγκαταστάθηκαν εδώ, δημιούργησαν ολιγαρχίες, έφτιαξαν δρόμους για την εισβολή των επιχειρήσεων τους, απομυζούν τη φορολογική βάση μας (φόρο-αποφυγή), εξάγουν τα προϊόντα τους εξασφαλίζοντας τις δικές τους θέσεις εργασίας, τοκίζουν με μεγάλα κέρδη τα χρήματα τους, κερδοσκοπούν στο χρηματιστήριο μας, επιβάλλουν τις πολιτικές τους και ταυτόχρονα μας κατακρίνουν, για να εισπράξουν ακόμη περισσότερα εις βάρος μας. Ποιος αλήθεια χρειάζεται ποιόν και ποιος τελικά εκμεταλλεύεται ποιόν;
Σίγουρα, εάν δεν είμαστε μέλος της Ευρωζώνης θα είχαμε ήδη χρεοκοπήσει, ιδίως όταν αρχίσει να γίνεται έντονη η αντίστροφη λειτουργία της πιστωτικής επέκτασης: η πιστωτική συρρίκνωση, κατά την οποία τα 10 € που είχαν γίνει ως εκ θαύματος 1.000 €, «αναδανειζόμενα» και «πολλαπλασιαζόμενα», επανέρχονται στην πραγματική τους αξία. Ταυτόχρονα όμως (και εδώ υπεισέρχεται ο ηθικός κίνδυνος από την αντίθετη πλευρά του), εάν δεν είμαστε μέλος αυτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία επιβάλλονται δυστυχώς κατά καιρούς κάποιοι εγωκεντρικοί «ηγεμόνες», δεν θα είχαμε φτάσει ποτέ σε αυτήν την κατάσταση.
Δεν θα είχαμε επενδύσει ποτέ σε τόσους δρόμους, δεν θα είχαμε κατασκευάσει τέτοια έργα, δεν θα είχαμε διοργανώσει τους Ολυμπιακούς αγώνες, δεν θα είχαμε επεκταθεί στην Ανατολική Ευρώπη και δεν θα είχαμε κάνει πολλά άλλα. Θα ήταν όμως οι επιχειρήσεις μας δικές μας, θα απολαμβάναμε εμείς τα μερίσματα τους, θα ήμαστε ανεξάρτητοι, ελεύθεροι και δεν θα αναγκαζόμαστε να αγωνιάμε για ένα βιοτικό επίπεδο που βασίστηκε στα χρέη που κατά κάποιον τρόπο μας επιβλήθηκαν. Αξίζει επομένως να αναρωτηθούμε τα παρακάτω:
• Μήπως, αφού δυστυχώς φτάσαμε σε αυτήν την κατάσταση, η ΕΕ θα πρέπει να φροντίσει να αυξηθούν τόσο το ΑΕΠ, όσο και οι εξαγωγές μας, περιορίζοντας ταυτόχρονα την τεράστια «φοροαποφυγή» των Ευρωπαϊκών πολυεθνικών που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας;
• Μήπως εμείς οφείλουμε να μετατρέψουμε το δημόσιο χρέος μας, εσωτερικό και εξωτερικό, εξ ολοκλήρου σε μακροπρόθεσμο, σταματώντας πλέον να δανειζόμαστε και απαιτώντας από την ΕΕ την εγκατάσταση παραγωγικών, όχι μόνο εμπορικών επιχειρήσεων;
• Μήπως για την εξόφληση των τόκων και των χρεολυσίων, θα πρέπει να αποφασισθεί ένα σταθερό ποσοστό επί του ΑΕΠ μας (για παράδειγμα 10%), το οποίο να είναι εφικτό να εκταμιεύεται σε ετήσια βάση, για όσα χρόνια χρειασθεί, έτσι ώστε να εξοφλήσουμε κάποτε, χωρίς να εμποδίζονται οι απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις για την ορθολογική λειτουργία της οικονομίας μας;
Προφανώς δεν είμαστε η μοναδική μικρή οικονομία της Ευρωζώνης, ούτε μόνο εμείς αντιμετωπίζουμε προβλήματα, επαυξημένα από την παγκόσμια κρίση. Όμως, οι κρίσεις δεν δημιουργούν μόνο προβλήματα, αλλά και τεράστιες ευκαιρίες. Χωρίς καμία αμφιβολία, η μεγαλύτερη ευκαιρία για την Ευρώπη σήμερα είναι η αναγωγή του Ευρώ σε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, στη θέση του δολαρίου. Μόνο και μόνο αυτό θα έφτανε, αφ΄ ενός μεν για να υπερκαλύψουμε τις ζημίες που μας προξένησαν οι ΗΠΑ, αφ’ ετέρου δε για να επιτύχουμε μία άνευ προηγουμένου ευημερία όλων των κρατών-μελών του ευρώ.
Όπως έχουμε ήδη γράψει, «Όσο αυξάνεται ο όγκος των συναλλαγών που γίνονται με το νόμισμα μίας συγκεκριμένης χώρας, τόσο αυξάνονται και τα κέρδη της, καθώς επίσης η διεθνής ανταγωνιστικότητα που απολαμβάνουν τόσο οι τράπεζες, όσο και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί της εν λόγω χώρας».
Αντί λοιπόν να χάνουμε (οι χώρες της Ευρωζώνης) το χρόνο μας, αναζητώντας λύσεις σε δευτερεύοντα προβλήματα και να αλληλοκατηγορούμαστε, είναι προτιμότερο να κοιτάξουμε το μέλλον με αισιοδοξία, επιταχύνοντας τις ενέργειες που είναι απαραίτητες για την κοινή μας πρόοδο. Η ΕΕ πρέπει να δημιουργήσει μία δική της αποτελεσματική χρηματοπιστωτική αγορά, να γίνει ένας άριστος νομισματικός χώρος (διευκόλυνση της μετανάστευσης του κεφαλαίου και της εργασίας εντός των συνόρων της) και να ολοκληρωθεί πολιτικά, μετατρέποντας τα κράτη σε ισότιμες Πολιτείες και αποκτώντας μία πραγματική Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση. Εάν δεν το κάνει σήμερα, με την ευκαιρία της κρίσης που προκάλεσαν οι Αμερικανοί, ίσως δεν θα έχει ποτέ ξανά τη δυνατότητα – τουλάχιστον όχι με τόσο χαμηλό κόστος.
Ας μην ξεχνάμε ότι στη Γερμανία, μόνο η ενίσχυση μίας τράπεζας της κόστισε στο δημόσιο πάνω από 100 δισ. ευρώ -σχεδόν το μισό δηλαδή του δικού μας χρέους. Χωρίς καμία αμφιβολία, η ενίσχυση ενός ολόκληρου κράτους, στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης, είναι κατά πολύ σημαντικότερη από αυτήν μίας τράπεζας, η οποία μάλιστα δεν είναι και η βασικότερη της χώρας. Πόσο μάλλον όταν σε αυτό το κράτος, στην Ελλάδα, έχουν εγκατασταθεί πάμπολλες ευρωπαϊκές εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες μεταφέρουν τεράστια ποσά στις χώρες προέλευσης τους, «αδυνατίζοντας» συνεχώς τη φορολογική του βάση και μειώνοντας διαρκώς την ανταγωνιστικότητα των δικών του επιχειρήσεων.
Ιδιαίτερα όταν για την κερδοφόρα λειτουργία αυτών των «ξένων» επιχειρήσεων, έχει επενδύσει τεράστια ποσά δανειζόμενο το Ελληνικό δημόσιο (όλοι εμείς), τα οποία οφείλει να εισπράξει για να εξοφλήσει. Εκτός αυτού, τόσα χρόνια τώρα, προστατεύουμε τα σύνορα της Ευρώπης με δικό μας κόστος, αγοράζοντας μάλιστα αρκετό από τον πολεμικό μας εξοπλισμό από ευρωπαϊκές εταιρίες. Ίσως λοιπόν θα πρέπει κάποτε να μας εξοφλήσει η ΕΕ τις υποχρεώσεις της, επιτρέποντας μας να εξοφλήσουμε σωστά τις δικές μας. Όλες οι υπόλοιπες «δήθεν» λύσεις, οι αυτομαστιγώσεις και οι «πολιτικές» αλληλοκατηγορίες, είναι πραγματικά εκτός τόπου και χρόνου – ανέφικτες δηλαδή, δουλοπρεπείς, μίζερες και μη ρεαλιστικές.
Oι ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ δεν πρέπει να συμπεριφέρονται σαν τα γνωστά μας Golden Boys, τα οποία λεηλατούσαν τις τράπεζες όσο ήταν κερδοφόρες, επιστρέφοντας τες καταχρεωμένες στα κράτη, όταν ξέσπασε η κρίση και έπαψαν πια να αποδίδουν. Το μέλλον τους, όπως και το μέλλον όλων μας, είναι σε άμεση συνάρτηση με μία πραγματική, δίκαιη, πολιτική και όχι μόνο οικονομική ένωση, ισότιμων μεταξύ τους Κρατών-Πολιτειών. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν εξαρτόμαστε πλέον μόνο εμείς από την Ευρώπη, αλλά στον ίδιο βαθμό και η Ευρώπη από εμάς. Η κρίση του Μεξικού επηρέασε κάποτε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, παρά το ότι δεν υπήρχαν σοβαρές εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους. Μία δική μας ενδεχόμενη κρίση, εάν δεν απορύθμιζε ολόκληρο τον κόσμο, σίγουρα θα λειτουργούσε καταστροφικά όχι μόνο για τις ηγέτιδες, αλλά για όλες τις χώρες της ΕΕ.
viliardos@kbanalysis.com
Ακόμη και σαν αποικία ή δορυφόροι τους, δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να εξασφαλίζουν την επιβίωση και τη μη χρεοκοπία μας, αφού στην κυριολεξία μας απαγορεύουν να δραστηριοποιηθούμε μόνοι μας; Εγκαταστάθηκαν εδώ, δημιούργησαν ολιγαρχίες, έφτιαξαν δρόμους για την εισβολή των επιχειρήσεων τους, απομυζούν τη φορολογική βάση μας (φόρο-αποφυγή), εξάγουν τα προϊόντα τους εξασφαλίζοντας τις δικές τους θέσεις εργασίας, τοκίζουν με μεγάλα κέρδη τα χρήματα τους, κερδοσκοπούν στο χρηματιστήριο μας, επιβάλλουν τις πολιτικές τους και ταυτόχρονα μας κατακρίνουν, για να εισπράξουν ακόμη περισσότερα εις βάρος μας. Ποιος αλήθεια χρειάζεται ποιόν και ποιος τελικά εκμεταλλεύεται ποιόν;
Σίγουρα, εάν δεν είμαστε μέλος της Ευρωζώνης θα είχαμε ήδη χρεοκοπήσει, ιδίως όταν αρχίσει να γίνεται έντονη η αντίστροφη λειτουργία της πιστωτικής επέκτασης: η πιστωτική συρρίκνωση, κατά την οποία τα 10 € που είχαν γίνει ως εκ θαύματος 1.000 €, «αναδανειζόμενα» και «πολλαπλασιαζόμενα», επανέρχονται στην πραγματική τους αξία. Ταυτόχρονα όμως (και εδώ υπεισέρχεται ο ηθικός κίνδυνος από την αντίθετη πλευρά του), εάν δεν είμαστε μέλος αυτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία επιβάλλονται δυστυχώς κατά καιρούς κάποιοι εγωκεντρικοί «ηγεμόνες», δεν θα είχαμε φτάσει ποτέ σε αυτήν την κατάσταση.
Δεν θα είχαμε επενδύσει ποτέ σε τόσους δρόμους, δεν θα είχαμε κατασκευάσει τέτοια έργα, δεν θα είχαμε διοργανώσει τους Ολυμπιακούς αγώνες, δεν θα είχαμε επεκταθεί στην Ανατολική Ευρώπη και δεν θα είχαμε κάνει πολλά άλλα. Θα ήταν όμως οι επιχειρήσεις μας δικές μας, θα απολαμβάναμε εμείς τα μερίσματα τους, θα ήμαστε ανεξάρτητοι, ελεύθεροι και δεν θα αναγκαζόμαστε να αγωνιάμε για ένα βιοτικό επίπεδο που βασίστηκε στα χρέη που κατά κάποιον τρόπο μας επιβλήθηκαν. Αξίζει επομένως να αναρωτηθούμε τα παρακάτω:
• Μήπως, αφού δυστυχώς φτάσαμε σε αυτήν την κατάσταση, η ΕΕ θα πρέπει να φροντίσει να αυξηθούν τόσο το ΑΕΠ, όσο και οι εξαγωγές μας, περιορίζοντας ταυτόχρονα την τεράστια «φοροαποφυγή» των Ευρωπαϊκών πολυεθνικών που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας;
• Μήπως εμείς οφείλουμε να μετατρέψουμε το δημόσιο χρέος μας, εσωτερικό και εξωτερικό, εξ ολοκλήρου σε μακροπρόθεσμο, σταματώντας πλέον να δανειζόμαστε και απαιτώντας από την ΕΕ την εγκατάσταση παραγωγικών, όχι μόνο εμπορικών επιχειρήσεων;
• Μήπως για την εξόφληση των τόκων και των χρεολυσίων, θα πρέπει να αποφασισθεί ένα σταθερό ποσοστό επί του ΑΕΠ μας (για παράδειγμα 10%), το οποίο να είναι εφικτό να εκταμιεύεται σε ετήσια βάση, για όσα χρόνια χρειασθεί, έτσι ώστε να εξοφλήσουμε κάποτε, χωρίς να εμποδίζονται οι απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις για την ορθολογική λειτουργία της οικονομίας μας;
Προφανώς δεν είμαστε η μοναδική μικρή οικονομία της Ευρωζώνης, ούτε μόνο εμείς αντιμετωπίζουμε προβλήματα, επαυξημένα από την παγκόσμια κρίση. Όμως, οι κρίσεις δεν δημιουργούν μόνο προβλήματα, αλλά και τεράστιες ευκαιρίες. Χωρίς καμία αμφιβολία, η μεγαλύτερη ευκαιρία για την Ευρώπη σήμερα είναι η αναγωγή του Ευρώ σε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, στη θέση του δολαρίου. Μόνο και μόνο αυτό θα έφτανε, αφ΄ ενός μεν για να υπερκαλύψουμε τις ζημίες που μας προξένησαν οι ΗΠΑ, αφ’ ετέρου δε για να επιτύχουμε μία άνευ προηγουμένου ευημερία όλων των κρατών-μελών του ευρώ.
Όπως έχουμε ήδη γράψει, «Όσο αυξάνεται ο όγκος των συναλλαγών που γίνονται με το νόμισμα μίας συγκεκριμένης χώρας, τόσο αυξάνονται και τα κέρδη της, καθώς επίσης η διεθνής ανταγωνιστικότητα που απολαμβάνουν τόσο οι τράπεζες, όσο και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί της εν λόγω χώρας».
Αντί λοιπόν να χάνουμε (οι χώρες της Ευρωζώνης) το χρόνο μας, αναζητώντας λύσεις σε δευτερεύοντα προβλήματα και να αλληλοκατηγορούμαστε, είναι προτιμότερο να κοιτάξουμε το μέλλον με αισιοδοξία, επιταχύνοντας τις ενέργειες που είναι απαραίτητες για την κοινή μας πρόοδο. Η ΕΕ πρέπει να δημιουργήσει μία δική της αποτελεσματική χρηματοπιστωτική αγορά, να γίνει ένας άριστος νομισματικός χώρος (διευκόλυνση της μετανάστευσης του κεφαλαίου και της εργασίας εντός των συνόρων της) και να ολοκληρωθεί πολιτικά, μετατρέποντας τα κράτη σε ισότιμες Πολιτείες και αποκτώντας μία πραγματική Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση. Εάν δεν το κάνει σήμερα, με την ευκαιρία της κρίσης που προκάλεσαν οι Αμερικανοί, ίσως δεν θα έχει ποτέ ξανά τη δυνατότητα – τουλάχιστον όχι με τόσο χαμηλό κόστος.
Ας μην ξεχνάμε ότι στη Γερμανία, μόνο η ενίσχυση μίας τράπεζας της κόστισε στο δημόσιο πάνω από 100 δισ. ευρώ -σχεδόν το μισό δηλαδή του δικού μας χρέους. Χωρίς καμία αμφιβολία, η ενίσχυση ενός ολόκληρου κράτους, στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης, είναι κατά πολύ σημαντικότερη από αυτήν μίας τράπεζας, η οποία μάλιστα δεν είναι και η βασικότερη της χώρας. Πόσο μάλλον όταν σε αυτό το κράτος, στην Ελλάδα, έχουν εγκατασταθεί πάμπολλες ευρωπαϊκές εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες μεταφέρουν τεράστια ποσά στις χώρες προέλευσης τους, «αδυνατίζοντας» συνεχώς τη φορολογική του βάση και μειώνοντας διαρκώς την ανταγωνιστικότητα των δικών του επιχειρήσεων.
Ιδιαίτερα όταν για την κερδοφόρα λειτουργία αυτών των «ξένων» επιχειρήσεων, έχει επενδύσει τεράστια ποσά δανειζόμενο το Ελληνικό δημόσιο (όλοι εμείς), τα οποία οφείλει να εισπράξει για να εξοφλήσει. Εκτός αυτού, τόσα χρόνια τώρα, προστατεύουμε τα σύνορα της Ευρώπης με δικό μας κόστος, αγοράζοντας μάλιστα αρκετό από τον πολεμικό μας εξοπλισμό από ευρωπαϊκές εταιρίες. Ίσως λοιπόν θα πρέπει κάποτε να μας εξοφλήσει η ΕΕ τις υποχρεώσεις της, επιτρέποντας μας να εξοφλήσουμε σωστά τις δικές μας. Όλες οι υπόλοιπες «δήθεν» λύσεις, οι αυτομαστιγώσεις και οι «πολιτικές» αλληλοκατηγορίες, είναι πραγματικά εκτός τόπου και χρόνου – ανέφικτες δηλαδή, δουλοπρεπείς, μίζερες και μη ρεαλιστικές.
Oι ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ δεν πρέπει να συμπεριφέρονται σαν τα γνωστά μας Golden Boys, τα οποία λεηλατούσαν τις τράπεζες όσο ήταν κερδοφόρες, επιστρέφοντας τες καταχρεωμένες στα κράτη, όταν ξέσπασε η κρίση και έπαψαν πια να αποδίδουν. Το μέλλον τους, όπως και το μέλλον όλων μας, είναι σε άμεση συνάρτηση με μία πραγματική, δίκαιη, πολιτική και όχι μόνο οικονομική ένωση, ισότιμων μεταξύ τους Κρατών-Πολιτειών. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν εξαρτόμαστε πλέον μόνο εμείς από την Ευρώπη, αλλά στον ίδιο βαθμό και η Ευρώπη από εμάς. Η κρίση του Μεξικού επηρέασε κάποτε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, παρά το ότι δεν υπήρχαν σοβαρές εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους. Μία δική μας ενδεχόμενη κρίση, εάν δεν απορύθμιζε ολόκληρο τον κόσμο, σίγουρα θα λειτουργούσε καταστροφικά όχι μόνο για τις ηγέτιδες, αλλά για όλες τις χώρες της ΕΕ.
viliardos@kbanalysis.com
Από: capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η επίσκεψη σας στο Θαλαμοφύλακα με τιμά ιδιαίτερως.
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι τρολλιές, οι κουτσουλιές και οι ύβρεις.
Τα υπόλοιπα θα μείνουν για πάντα εδώ, εκτεθειμένα σε κοινή θέα, γι αυτό πριν πατήσετε το κουμπί "Υποβολή", παρακαλώ να ξαναδιαβάσετε αυτό που γράψατε.