Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ - ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328

Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα. Ένας κριτικός του σημείωνε κάποτε για το ύφος του: «Έχει κάτι απ’ τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός». Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής.
Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τ’ άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος -και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο- αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται. Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σ’ αυτό τον πόνο…

Ηλίας Βενέζης 

Το « Νούμερο 31328», διαδραματίζεται λίγα χρόνια μετά τα γεγονότα της «Αιολικής γης», όταν ο Ηλίας Βενέζης ήταν 18 χρονών. Την περίοδο εκείνη (περίπου 1922), συνέβη η Μικρασιατική καταστροφή και ο Βενέζης αιχμαλωτίζεται και μεταφέρεται στο εσωτερικό.

«1922. Η Ανατολή γλυκύτατη πάντα, για σονέτο — κάτι τέτοιο. Όλα ήταν ήμερα και αβρά εκείνο τοφθινόπωρο. Ο εχθρός είχε κατεβεί στην πόλη μας, το Αϊβαλί. Και στο λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή: Το σάπιο εμπόρευμα —τα παιδάκια κι οι γυναίκες— θαμπαρκέρναν για την Ελλάδα. Μα οι άντρες, από δεκαοχτώ ίσαμε σαράντα πέντε χρονώ, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα.»

Η απανθρωπιά των Τούρκων δυσκολεύει την κατάσταση, ενώ οι κακουχίες είναι απερίγραπτες. Ο Βενέζης και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι μεταφέρονται σ’ ένα στρατόπεδο και κάθε ελπίδα διαφυγής σβήνει. Εκεί, για περίπου ένα χρόνο ο Βενέζης θα δουλεύει ασταμάτητα, με τους Τούρκους σαν σκιά πάνω απ΄ αυτόν.Οι συνθήκες του στρατοπέδου αυτού και ο τρόπος ζωής των αιχμαλώτων, θυμίζουν μεσαιωνικά χρόνια και η λέξη «άνθρωπος», χάνει όλη της την έννοια.

«Κοντεύαμε σ’ ένα ρέμα. Ακούμε μιαν εξαντλημένη γυναικεία φωνή που καλούσε. Κοιταχτήκαμε μες στα μάτια. Μας τράβηξαν προς τη φωνή. Σε λίγο τη βρήκαμε. Ήταν μια χριστιανή. Τα φουστάνια της ήταν κομμένα, πεταμένα δίπλα, απ’ τη μέση και κάτου σχεδόν γυμνή. Οι δυο γυναίκες που είχαμε μαζί μας τρέξαν κοντά της, μα οι στρατιώτες τις εμπόδισαν. Στέκαμε κάμποσα μέτρα αλάργα, και κοιτάζαμε. Ο αρχηγός του αποσπάσματος τη ρωτούσε να μάθει. Ήταν σε μια προηγούμενη αποστολή. Αυτή ήταν ετοιμόγεννη, απόβαλε, την παράτησαν εκεί να τυραγνιστεί ώσπου να πεθάνει. Πάνου στα χαμόκλαδα πηχτά κομμάτια αίμα γυάλιζαν στον ήλιο σα γιούσουρο. Ο λοχίας έφτυσε με αηδία. Η γυναίκα τραβούσε ένα στρατιώτη απ’ το πανταλόνι, να τη σκοτώσει. Αυτός γύρεψε διαταγή. Του είπαν να μην την πειράξει. Έτσι την αφήσαμε ζωντανή και προχωρήσαμε». 

«Οι μέρες περνούν, σβήνουν, η μία, η άλλη. Στο στρατόπεδο οι σκλάβοι πλησιάζουμε ολοένα ο έναςτον άλλον. Δε θυμούμαστε ονόματα συναμεταξύ μας, μήτε νούμερα. Μα είναι η καρδιά. Ζυμώνεται μετο ίδιο αίσθημα κι απ' τα ίδια χέρια. Λαχταρούμε τα ίδια πράγματα, υποφέρνουμε τις ίδιες πίκρες. Η ζωή δε φκιάνει ποτές ίδια τα μούτρα των ανθρώπων, μετανιώνει, πολεμά να ταχτοποιήσει τη διαφοράαλλιώς.»

«Τις μέρες δουλεύουμε σκληρά. Δεν υπάρχει περιθώριο για σκέψεις. Τίποτα περαστικάκαστροπούλια φεύγουν κυνηγημένα σαν αστραπή. Σα βραδιάσει, πάλι τα ίδια. Το μυαλό, αν έχει ουσίες, τις χύνει στα τυραγνισμένα κορμιά, στα κόκαλα και στις φλέβες, να τονωθεί το αίμα γιατί έχασε δυνάμεις. Έτσι οι σκέψεις απορροφιούνται — για να υπάρχει μεδούλι και αίμα.»

«Ολένα τ' αχνάρια του κόσμου ξεμακραίνουν και σβήνουν. Κάποτε δε θα θυμόμαστε πια. Α, σίγουραθα 'ρθει κι αυτό. Ας έρθει! Τότες πια δε θα μένει παρά μονάχα η σκοτεινή αγάπη για τη ζωή. Θαυπάρχουμε επειδή θα υπάρχει. Τίποτα άλλο δε θα θυμίζει πως δεν είμαστε μες στους νεκρούς.» 

Παρ΄ όλα αυτά, αφού γλιτώσει το θάνατο πολλάκις, ο συγγραφέας επιστρέφει στα ελληνικά εδάφη, με την περίφημη ανταλλαγή των αιχμαλώτων.


  Το νούμερο 31328 - Ηλίας Βενέζης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η επίσκεψη σας στο Θαλαμοφύλακα με τιμά ιδιαίτερως.

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι τρολλιές, οι κουτσουλιές και οι ύβρεις.

Τα υπόλοιπα θα μείνουν για πάντα εδώ, εκτεθειμένα σε κοινή θέα, γι αυτό πριν πατήσετε το κουμπί "Υποβολή", παρακαλώ να ξαναδιαβάσετε αυτό που γράψατε.

Αρχειοθήκη ιστολογίου