Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΨΗΦΟΥ

Τὸ κά­θε πρό­βλη­μα ἔ­χει καὶ τὸ δι­κό του κλει­δὶ κι ἄ­δι­κα ὁ κα­θέ­νας προ­σπα­θῇ νὰ τὸ λύ­σῃ μὲ ἄλ­λο. Τὸ κλει­δί τῆς ὑ­πό­θε­σης, ποὺ λέ­νε.
Ἔ­γι­νε ἀ­νά­στα­το τὸ ἐ­κλο­γι­κὸ κέν­τρο ἀ­πὸ ἕ­να τρε­λού­τσι­κο καὶ χα­ζὸ ἀ­γό­ρι, ποὺ ἤ­θε­λε νὰ ψη­φί­σῃ. Ἔ­ψα­ξαν τοὺς ἐ­κλο­γι­κοὺς κα­τα­λό­γους, ἀλ­λὰ δὲ βρέ­θη­κε γραμ­μέ­νος.
-Ἐμ­πρός, φύ­γε. Πά­ρε δρό­μο, εἶ­πε ὁ δι­κα­στι­κός.
-Ἐ­θύ, κα­τά­φε­ρε νὰ πῇ ἐ­κεῖ­νο. Εἶ­χε πρό­βλη­μα μὲ τὴ γλώσ­σα του καὶ τὴν ἄρ­θρω­ση. Κά­τι σὰν μουγ­γὸς ἦ­ταν....

-Ἔ­λα Λοῦ­το, σὲ πα­ρα­κα­λῶ νὰ φύ­γῃς, εἶ­πα κι ἐ­γὼ σὰν πιὸ γνώ­στης τῆς δι­α­νο­η­τι­κῆς του κα­τά­στα­σης καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο οἰ­κεῖ­ος.
-Ἐ­θὺ νὰ φύ­γῃς, ἔ­λε­γε κι ἐ­πέ­με­νε. Θέ­λω νὰ φή­σω. Νὰ ψη­φί­σω ἐν­νο­οῦ­σε.
Ὁ δι­κα­στι­κὸς ἀ­γα­νά­κτη­σε καὶ δι­έ­τα­ξε τὸν στρα­τι­ώ­τη νὰ τὸν βγά­λῃ ἔ­ξω. Ἐ­κεῖ­νος μὲ ὅ­ση γλυ­κύ­τη­τα δι­έ­θε­τε στὸ ὕ­φος του καὶ συμ­πο­νών­τας τον, τὸν ἔ­σπρω­ξε μί­α καὶ δύ­ο φο­ρὲς καὶ τὸν ἔ­βγα­λε στὸ δι­ά­δρο­μο τοῦ σχο­λεί­ου ὅ­που ἦ­ταν τὸ ἐ­κλο­γι­κό μας τμῆ­μα.
Δο­κί­μα­σε καὶ σὲ ἄλ­λα τμή­μα­τα, στοὺς ἐ­πά­νω ὀ­ρό­φους, νὰ ψη­φί­σῃ κι ἀ­κού­γον­ταν τὰ μουγ­κα­νη­τά του μα­ζὶ μὲ τὶς φω­νὲς τῶν ὑ­πευ­θύ­νων, ποὺ τὸν ἀ­πό­δι­ω­χναν καὶ πρό­τει­ναν δι­ά­φο­ρες λύ­σεις. Σὲ λί­γο πά­λι, τρύ­πω­σε στὸ δι­κό μας κι ἐ­πέ­με­νε νὰ ψη­φί­σῃ.
-Ἀ­κοῦ­στε κύ­ρι­ε, εἶ­πα στὸ δι­κα­στι­κό. Δὲν πρό­κει­ται νὰ γλι­τώ­σου­με ἀ­πὸ τὸ για­κά του. Πάρ­τε ἕ­να ψη­φο­δέλ­τιο καὶ πη­γαί­νε­τε μα­ζί του πί­σω ἀ­πὸ τὸ πα­ρα­βάν· βάλ­τε το σ’­ἕ­να φά­κε­λο καὶ πε­τάξ­τε το στὸ κα­λά­θι τῶν ἀ­χρἠ­στων. Θὰ πι­στέ­ψῃ ὅ­τι ψή­φι­σε καὶ θὰ ἡ­συ­χά­σου­με.
-Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ νὰ πε­ρι­ο­ρι­στεῖ­τε στὰ κα­θή­κον­τά σας. Στὴ θέ­ση σας.
-Ἐ­πι­μέ­νω, εἶ­πα. Ἀ­φοῦ εἶ­ναι χα­ζὸς κι ἄ­γρα­φτος στὰ τε­φτέ­ρια μας, ὁ κα­η­μός του δὲ θὰ βλά­ψῃ κα­νέ­ναν. Εἴ­μα­στε ὁ­λοι μάρ­τυ­ρες. Δὲ θὰ τὸ ρί­ξῃς στὴν κάλ­πη.
-Μὲ ὑ­πο­κα­θι­στᾶς, τὸ κα­τα­λα­βαί­νεις! ξέ­σπα­σε.
Μὲ τὸ δι­κα­στι­κὸ ἤ­μα­σταν καὶ λί­γο φι­λα­ρά­κια κι ἔ­δω­σα τό­πο στὴν ὀρ­γή, ποὺ λέ­νε, γιὰ νὰ μὴν τὸν προ­σβά­λω, ἀ­φοῦ δὲν δε­χό­τα­νε τὴ λύ­ση μου.
-Ἄς  δο­κι­μά­σου­με εἶ­πα μὲ ἐ­πι­φύ­λα­ξη καὶ πα­ρα­κλη­τι­κά.
-Θὰ σκά­σῃς ἐ­πι­τέ­λους, εἶ­πε ὀρ­γι­σμέ­νος.
Γιὰ νὰ δι­α­σκε­δά­σω τὰ πράγ­μα­τα, τὸν ρώ­τη­σα τὶ θέ­λει νὰ ψη­φί­σῃ. Χα­μο­γέ­λα­σε.
-Νέ­α Μο­κα­τί­α.  ΠΑ­ΘΟΚ.  Κ.Κ.,  εἶ­πε.
Ὅ­τι νὰ ‘τα­νε. Ἔ­φτα­νε νὰ ψη­φί­σῃ. Ἔ­νοι­ω­θε πὼς τοῦ στε­ροῦν αὐ­τὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ δι­καί­ω­μα καὶ και­γό­ταν ἡ ψυ­χή του γιὰ ἕ­να ψῆ­φο, τέ­λος πάν­των. Ἔ­φτα­νε νὰ ψη­φί­σῃ ὁ ἄν­θρω­πος. Δὲν ἤ­ξε­ρε γράμ­μα­τα κι οὔ­τε μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­χω­ρί­σῃ τὰ ψη­φο­δέλ­τια. Νὰ σκε­φτῇ κα­νεὶς πὼς κά­πο­τε τὸν ρώ­τη­σαν τὶ θέ­λεις νὰ γί­νῃς κι εἶ­πε λοῦ­τος. Λοῦ­στρος δη­λα­δή, καὶ τοῦ ‘μει­νε πα­ρα­τσού­κλι.
Μὲ τὴν ἀ­να­στά­τω­ση μπῆ­κε μέ­σα ὁ δι­κα­στι­κὸς ἔ­φο­ρος, συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀ­πὸ τὸν πρό­ε­δρο τοῦ πρω­το­δι­κείου μας. Ἔ­γι­ναν πολ­λὲς συ­ζη­τή­σεις καὶ προ­τά­σεις. Ἐ­πα­νέ­λα­βα τὴ δι­κή μου (ἤ­μουν τῆς ἐ­φο­ρευ­τι­κῆς ἐ­πι­τρο­πῆς) καὶ πρό­σθε­σα ὅ­τι εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­νά­πη­ρος.
-Νὰ τὸν πα­ρα­λά­βῃ ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το καὶ νὰ τὸν με­τα­φέ­ρῃ στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο, εἶ­πε ὁ δι­κα­στι­κὸς ἔ­φο­ρος.
-Νὰ κρα­τη­θῇ, εἶ­πε ὁ ἄλ­λος.
-Μὰ εἶ­ναι ἀ­κίν­δυ­νος, εἶ­πα. Ἄ­δι­κα τὸν δι­ώ­χνε­τε. Θὰ πά­ῃ σὲ ἄλ­λο ἐ­κλο­γι­κὸ κέν­τρο καὶ θὰ δη­μι­ουρ­γή­σῃ τὴν ἴ­δια κα­τά­στα­ση.
Ὁ στρα­τι­ώ­της ἤ­δη τὸν ἔ­σερ­νε ἔ­ξω.
Καὶ πράγ­μα­τι. Ἀρ­γό­τε­ρα μά­θα­με ὅ­τι γύ­ρι­σε ὅ­λα τὰ ἐ­κλο­γι­κὰ κέν­τρα καὶ ζη­τοῦ­σε νὰ ψη­φί­σῃ. Τοῦ ἔ­λε­γαν «δὲν εἶ­σαι ἐ­δῶ γραμ­μέ­νος». Πή­γαι­νε στὸ τά­δε τμῆ­μα. Μὲ τὴν ἐ­πα­νεμ­φά­νι­σή του σὲ λί­γες ὧ­ρες, ξαφ­νι­κὰ ση­κώ­θη­κε ὁ δι­κα­στι­κὸς κι ἁρ­πά­ζον­τας τὸν Λοῦ­το ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι κι ἕ­να ψη­φο­δέλ­τιο στὴν τύ­χη, μ’­ἕ­να φά­κε­λο τὸν τρά­βη­ξε πί­σω ἀ­πὸ τὸ πα­ρα­βάν. Βγαί­νον­τας, ὁ Λοῦ­τος σή­κω­σε τὰ χέ­ρια του φεγ­γο­βο­λών­τας ἀ­πὸ χα­ρά. Ἀγ­κά­λια­σε τὸ δι­κα­στι­κὸ κι ἄρ­χι­σε νὰ τὸν φι­λά­ῃ πα­ρό­λο ποὺ ἐ­κεῖ­νος προ­σπα­θοῦ­σε νὰ τὸν ἀ­πο­φύ­γῃ. Τὸν γι­ό­μι­σε σά­λια, καὶ σκου­πι­ζό­ταν. Χει­ρο­κρο­τή­σα­με ὅ­λοι.
Ὁ Λοῦ­τος φεύ­γον­τας πα­νευ­τυ­χὴς μᾶς χαι­ρέ­τη­σε ὅ­λους ὅ­πως κά­νουν τὰ με­γά­λα πο­λι­τι­κά πρό­σω­πα ποὺ προ­σέρ­χον­ται στὴν κάλ­πη, διὰ χει­ρα­ψί­ας.
-Δὲν πι­στεύ­ω Λοῦ­το τώ­ρα νὰ πᾶς κι ἀλ­λοῦ, εἶ­πα γιὰ νὰ τὸν ξε­κό­ψω.
-Σκά­σε βλά­κα, εἶ­πε κι ἔ­φυ­γε.

Λά­ζα­ρος Παυ­λί­δης
ἀπὸ τὸ βιβλίο "ὁ κλητήρας καὶ ἄλλα διηγήματα" ἐκδόσεις Παρατηρητής.

tiestiousia.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η επίσκεψη σας στο Θαλαμοφύλακα με τιμά ιδιαίτερως.

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι τρολλιές, οι κουτσουλιές και οι ύβρεις.

Τα υπόλοιπα θα μείνουν για πάντα εδώ, εκτεθειμένα σε κοινή θέα, γι αυτό πριν πατήσετε το κουμπί "Υποβολή", παρακαλώ να ξαναδιαβάσετε αυτό που γράψατε.

Αρχειοθήκη ιστολογίου