Αυτός
ήταν λοιπόν ο Γέρος της Δημοκρατίας; Τι γίνεται εδώ ρε παιδιά! Όλοι τα
είχαν καλά με τους Γερμανούς κι εμείς οι ασήμαντοι τρωγόμαστε μεταξύ
μας; Είναι δυνατόν???
ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ο Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΜΥΣΤΙΚΟΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ ΤΟ 1941.
Ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου ανάμεσα σε Γερμανούς αξιωματικούς. Σε διάφορες περιπτώσεις χρησιμοποίησε τις συμβουλές του έμπειρου πολιτικού Γεωργίου Παπανδρέου. |
Φωτογραφία της Ακρόπολης, όπως δημοσιεύθηκε σε αθηναϊκή εφημερίδα στις 28 Απριλίου 1941. |
Ο προπολεμικός βουλευτής και υπουργός Αντώνιος Λιβιεράτος, επί Τσολάκογλου υπουργός Δικαιοσύνης. Συνόδευσε τον Γεώργιο Παπανδρέου, όταν θέλησε να δει τον Τσολάκογλου για να τον συμβουλεύσει. |
Οι τότε στενοί φίλοι Μανώλης Γλέζος και Λάκης Σάντας, οι ήρωες της κλοπής της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη. Ο Γ. Παπανδρέου έγινε έξω φρενών μόλις το έμαθε. |
O Γεώργιος Παπανδρέου μυστικοσύμβουλος του Τσολάκογλου
Του Δημοσθένη Κούκουνα
Το
γεγονός της κλοπής της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941, αναμφισβήτητα,
προκάλεσε πολλαπλές ενοχλήσεις στην κατοχική κυβέρνηση. Ήταν η πρώτη σαφής και
αδιάψευστη ένδειξη ότι δεν διέθετε καθολική επιρροή στην κοινή γνώμη,
ταυτόχρονα δε η ύπαρξή της κρεμόταν από μια κλωστή. Ο Τσολάκογλου είχε
αισθανθεί τόσο άσχημα, ώστε σκεπτόταν το ενδεχόμενο παραίτησης[1].
Στην
τόσο κρίσιμη εκείνη στιγμή, τον επισκέφθηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου και τον
συμβούλευσε «πώς έπρεπε να λυθεί το ζήτημα» ώστε να μην εξαναγκασθεί σε
παραίτηση ο Τσολάκογλου[2].
Σύμφωνα με τον Αντ. Λιβιεράτο[3], ο
Γεώργιος Παπανδρέου[4] πήρε την πρωτοβουλία να
βοηθήσει με τις συμβουλές του την κυβέρνηση, που αντιμετώπιζε δεινό πρόβλημα.
Επισκέφθηκε πρώτα στο υπουργείο του, στην πλατεία Συντάγματος[5], τον
υπουργό Συγκοινωνιών Σωτήριο Μουτούση, με τον οποίο στη συνέχεια πήγαν στα
Παλαιά Ανάκτορα για να συζητήσουν με τον στρατηγό Τσολάκογλου. Του είπε ο
Παπανδρέου: «Ήλθα, στρατηγέ μου, να σας βοηθήσω διά να εξέλθετε από το
αδιέξοδον, το οποίον σας εδημιούργησεν η κλοπή της γερμανικής σημαίας. Δεν
ημπορούσα να αισθάνωμαι την δυσχερή θέσιν σας και να μένω απαθής. Δι’ αυτό ήλθα
να σας συμβουλεύσω να διατάξετε τον υπουργόν της Δημοσίας Ασφαλείας να
παραιτηθή αμέσως, ώστε να υπάρξη ικανοποιητική διά τους Γερμανούς ενέργεια και
να μη αναγκασθή αύριον εις παραίτησιν ολόκληρος η κυβέρνησις, πράγμα ασύμφορον
διά την χώραν».
Ο Γ.
Τσολάκογλου απάντησε στον συνομιλητή του: «Σας ευχαριστώ, κ. Παπανδρέου, διά
την καλωσύνην, την οποίαν είχατε να έλθετε να με βοηθήσετε. Ευτυχώς όμως το
ζήτημα διηυθετήθη. Εγώ μεν απέλυσα τους δύο Αρχηγούς των Σωμάτων Ασφαλείας, της
Αστυνομίας των Πόλεων και της Χωροφυλακής[6], και
τους διοικητάς των δύο αστυνομικών τμημάτων, της περιφερείας Ακροπόλεως και της
περιφερείας Αθηναϊκής Λέσχης, οι δε υπουργοί της Δημοσίας Ασφαλείας και της
Δικαιοσύνης διέταξαν ανάκρισιν προς διαπίστωσιν των συνθηκών, υπό τας οποίας
εγένετο η κλοπή της γερμανικής σημαίας. Και τας ενεργείας μας αυτάς
εγνωστοποίησα προς τους Γερμανούς».
Η κλοπή
της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη χωρίς αμφιβολία ήταν η πρώτη συμβολική
αντίδραση απέναντι στον κατακτητή, αλλά δεν εκτιμήθηκε ως πράξη αντιστασιακή.
Κάποιοι παράγοντες την καταδίκασαν, θεωρώντας την ότι θα προκαλούσε θυμωμένο
ξέσπασμα των Γερμανών. Δημοτικές αρχές, συνδικαλιστές, επαγγελματικοί φορείς,
σύλλογοι κ.ά. εξέδωσαν αναλόγου πνεύματος ανακοινώσεις, μεταξύ αυτών και του
Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος του Γεωργ. Μερκούρη, καθώς και της
Εθνικοσοσιαλιστικής Φρουράς Ελλάδος, η οποία μάλιστα προκήρυσσε και αμοιβή για
τη σύλληψη των δραστών. Μια χαρακτηριστική ανακοίνωση «λαϊκής επιτροπής» του
Αμαρουσίου[7]:
«...Λαβόντες
γνώσιν των ωμοτήτων εν Κρήτη κατά των Γερμανών και των αθλίων πράξεων
διεφθαρμένης συνειδήσεως Ελλήνων εν τη Ακροπόλει, εκφράζομεν αποτροπιασμόν,
βδελυγμίαν και αγανάκτησιν κατά τοιούτων ασυνειδήτων προδοτών ελληνικών
συμφερόντων. Ποιούμεθα έκκλησιν προς υμάς όπως διά δρακοντείων μέτρων
αποτρέψητε εν τω μέλλοντι παρεμφερείς αθλιότητας. Είναι ανάγκη όπως ο ευφυής
Ελληνικός Λαός εξέλθη της πλάνης εις ην έχει εμπέσει διά της αγγλοδούλου
προπαγάνδας της φυγάδος Κυβερνήσεως. Καλέσατε τους πράγματι αγαπώντας την
πατρίδα των και την ελευθερίαν των εις δραστηρίαν συνεργασίαν προς ταχείαν
ανόρθωσιν και επούλωσιν των εκ του πολέμου πληγών προ παντός δε προς αποτροπήν
του τρομερού κινδύνου της εκλείψεως της πολιτικής αυθυπαρξίας της χώρας μας. Τα
έναντι του Γερμανικού Έθνους και του Φύρερ αισθήματα του Ελληνικού Λαού πρέπει
να είναι η αγάπη, ο θαυμασμός, η ευγνωμοσύνη».
Πλην του Τσολάκογλου, του Γ.
Παπανδρέου και όσων άλλων επωνύμων πήραν θέση καταδικαστική της κλοπής της
σημαίας, υπήρξαν και κάποιοι λιγότερο γνωστοί που την καταδίκασαν, ωθούμενοι
από ποικίλα κριτήρια.
Ανάμεσα σ’ εκείνους που
αισθάνθηκαν την ανάγκη ή κυριεύθηκαν από προθυμία να καταδικάσουν την κλοπή της
γερμανικής σημαίας, ήταν και ο Ιωάννης Καλομοίρης. Είχε διορισθεί ως γενικός
γραμματέας της ΓΣΕΕ τον Απρίλιο 1941, διαδεχόμενος τον Αριστείδη Δημητράτο,
υπουργό Εργασίας των κυβερνήσεων Μεταξά, Κοριζή και Τσουδερού, ο οποίος θα
έφευγε στην Κρήτη. Στο ολιγόμηνο διάστημα αφότου είχε αναλάβει την ηγεσία της
Εργατικής Συνομοσπονδίας μέχρι τα τέλη Αυγούστου 1941, που τον κατήργησε ο
κατοχικός υπουργός Εργασίας, ο εν λόγω Καλομοίρης είχε προλάβει να στείλει
τηλεγραφήματα στον Χίτλερ, στον Τσολάκογλου, να διαμαρτυρηθεί για την κλοπή της
σημαίας και τελικά να στείλει και το ακόλουθο έγγραφο:
«Προς τας Α. Εξοχότητας:
»Μπενίτο Μουσολίνι, αρχηγόν της
ιταλικής κυβερνήσεως, Βεντουρίνι, γραμματέα Βασιλικής Πρεσβείας της Ιταλίας,
Αθήνας, Καράτσολο, γραμματέα Βασιλικής Πρεσβείας της Ιταλίας, Αθήνας, Γενικόν
Πρόξενον Βασιλικής Πρεσβείας της Ιταλίας, Αθήνας, Ιταλικόν Φρουραρχείον Αθηνών.
»Η Διοίκηση της Εθνικής Εργατικής
Συνομοσπονδίας που περικλείει στους κόλπους της πάνω από ένα εκατομμύριο
εργάτες και υπαλλήλους, θεωρεί καθήκον της να προσφύγει στις ως άνω αρχές και
να επικαλεσθεί την προστασία τους εναντίον μιας αδικίας η οποία έγινε εις βάρος
μας.
»Σ’ αυτή την ενέργειά μας μας
παρακινεί αυτή αύτη η φασιστική μας ιδεολογία, η οποία βρίσκει τη δικαίωσή της
και την πραγματοποίησή της στις μεγάλες λαϊκές μάζες.
»Δυστυχώς ο Έλλην υπουργός της
Εργασίας κ. Λιβιεράτος, εμπνεόμενος από φιλικά αισθήματα προς τας ιδέας του
Μεταξά, προβαίνει σε μια σειρά ενέργειες εναντίον των συμφερόντων και των
δικαιωμάτων των εργατών προφανώς για να προκαλέσει ανησυχίες στα ιταλικά και
γερμανικά στρατεύματα κατοχής.
»Εναντίον των ενεργειών αυτού του
ανθρώπου σταθήκαμε πολλές φορές υποστηρικτές των συμφερόντων των εργατών και
όλες τις φορές αποτρέψαμε τις προθέσεις του.
»Για να μην υπάρχει λοιπόν εμπόδιο
εις τα σχέδιά του συνέλαβε την τολμηρή ιδέα να θέσει εις εφαρμογή νόμον με τον
οποίο καθαιρεί την παρούσα διοίκηση και διορίζει στη διοίκηση της Εθνικής
Εργατικής Συνομοσπονδίας πρόσωπα που δεν έχουν καμμιά επιρροή στις εργατικές
μάζες και κατά συνέπεια είναι πρόθυμα να γίνουν άβουλα όργανα στα ύπουλα σχέδιά
του.
»Ο κ. Λιβιεράτος συνεχίζοντας τη
σκοτεινή πολιτική του συμπατριώτου του, Ιωάννου Μεταξά, και της 4ης Αυγούστου
προσκαλεί πλησίον του και τοποθετεί σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες τούς συμπατριώτες
του της Κεφαλληνίας και άλλοτε συνεργάτες του Μεταξά.
»Κατά τον ίδιο τρόπο εσκέφθηκε να
προσκολλήσει στον οργανισμό των εργατών τους συμπατριώτες του ιδιοκτήτες
οινοπωλείων και κρεοπωλείων που καμμιά σχέση δεν έχουν με την εργατική και
υπαλληλική τάξη και για το σκοπό αυτό συγκρότησε ένα συμβούλιο που προκάλεσε
την αποστροφή και το μίσος των εργατικών μαζών όταν το πληροφορήθηκαν.
»Δεν εδώσαμε καμμιά αφορμή για να
ληφθούν τέτοια μέτρα εναντίον μας. Με ζήλο και υπομονή προσπαθήσαμε πάντοτε να
προλαβαίνουμε συγκρούσεις της εργασίας και πάντα θα φροντίζουμε να γινόμαστα
όργανα της τάξεως.
»Όταν εκλάπη η γερμανική σημαία
από την Ακρόπολη εσπεύσαμε να στηλιτεύσουμε δημοσία με γράμμα μας δημοσιευμένο
στον Τύπο και χαρακτηρίσαμε αυτή την αξιοκαταφρόνητη πράξη σαν εχθρική προς το
λαό.
»Έχοντας όμως τη συνείδησή μας
ήσυχη γιατί κάνουμε πάντα το καθήκον μας τόσον απέναντι των εργατών όσον και
απέναντι των στρατευμάτων κατοχής εξεγειρόμαστε μπροστά στην άδικη ενέργεια του
κ. Λιβιεράτου.
»Κατόπιν αυτού απευθυνόμαστε προς
Υμάς παρακαλούντες όπως ευαρεστούμενοι επέμβητε για να χαλιναγωγήσετε και
ματαιώσετε τέτοιες ενέργειες, τις οποίες βεβαίως δεν αφήνουμε να φθάσουν στις
έσχατες βλαβερές συνέπειές τους, αρνούμενοι να παραδώσουμε στη λαθραία
διορισμένη διοίκηση και οι οποίες ενέργειες αν ολοκληρωθούν είναι προφανές ότι
θα προκληθούν άνευ λόγου ζητήματα.
»Θέλουμε να ελπίζουμε ότι η αίτησή
μας θέλει εκτιμηθεί από σας και θα ευαρεστηθήτε να πάρετε τα αναγκαία μέτρα για
να προλάβετε γεγονότα καθώς επίσης και για να διευκολύνετε και επιβεβαιώσετε
την πεποίθηση και την πίστη του λαού ότι ο ιταλικός φασισμός υποστηρίζει τη
μάζα των εργατών.
»Ελπίζοντας σε μια ευνοϊκή έκβαση,
ευχαριστούμεν μετά του οφειλομένου σεβασμού.
»1) Ιωάννης Καλομοίρης, 2)
Χαράλαμπος Χαρισιάδης, 3) Βασίλειος Ράφτης, 4) Σπύρος Καρούσος, 5) Ιωάννης
Δημακάκος, 6) Κωνσταντίνος Πρεβενάς, 7) Ιωάννης Πατσατζής, 8) Νίκος Κωστής, 9)
Ματθαίος Πετρουλής, 10) Ευάγγελος Ευαγγέλου, 11) Γρηγόριος Κοντάκος.
»Αθήναι 29 Αυγούστου 1941 ΧΙΧ»[8]
Το κείμενο αυτό του Ιω. Καλομοίρη
είναι ανατριχιαστικό και ενώ είναι επιθετικό εναντίον ενός μέλους της κατοχικής
κυβέρνησης, του υπουργού Εργασίας και Δικαιοσύνης Αντ. Λιβιεράτου, στην
πραγματικότητα είναι μια πρώτη θετική αντίδραση υπέρ των κατακτητών, αφού τους
αναγνωρίζει το δικαίωμα να λειτουργούν ως υπέρτατοι ελεγκτές των υπουργικών
ενεργειών και να παρεμβαίνουν ανάλογα. Ίσως είναι η μοναδική καταγγελία που
έλαβε ποτέ ο Μουσολίνι από υπήκοο κατεχόμενης χώρας, ο οποίος είχε την πρόνοια
να την απευθύνει ταυτόχρονα και στο τοπικό φρουραρχείο για τη λήψη των
«δεόντων» μέτρων σε βάρος του υπουργού.
[1] Ο Γερμανός πρεσβευτής Άλτενμπουργκ ανέλυσε την κατάσταση που προέκυπτε μετά από την κλοπή της γερμανικής σημαίας και τις φιλοβρετανικές εκδηλώσεις των Αθηναίων, στέλνοντας την ακόλουθη αναφορά του προς το Βερολίνο στις 31 Μαΐου 1941:
«Από
την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, διαπιστώνεται κάποια
μεταβολή αισθημάτων απέναντι στη Γερμανία, τα οποία παρά τον πόλεμο δεν ήταν
εχθρικά. Αυτό πρέπει να αποδοθεί στους εξής παράγοντες:
»1.
Την απογοήτευση από το γεγονός ότι η Γερμανία επέτρεψε την εκ μέρους της
Βουλγαρίας προσάρτηση, και όχι κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης,
παρά τις ελπίδες που καλλιεργήθηκαν κατά τη συνθηκολόγηση.
»2.
Την απογοήτευση από το ότι η Γερμανία, όπως τώρα όλοι φοβούνται, θα παραδώσει
την Ελλάδα στους Ιταλούς. Σ’ αυτούς αποδίδεται η πρόθεση να παραμείνουν μόνιμα
στη χώρα.
»3.
Σε ορισμένες ωμότητες που σημειώθηκαν κατά την είσοδο των γερμανικών
στρατευμάτων, αναπόφευκτες ίσως λόγω των πολεμικών γεγονότων, αλλά οι οποίες
προκάλεσαν δυσμενείς εντυπώσεις.
»4.
Στη συνεχώς επιδεινούμενη επισιτιστική κατάσταση, λόγω της οποίας μειώθηκε
πρόσφατα η μερίδα του άρτου σε 180 γραμμάρια, ενώ παράλληλα εξαφανίσθηκαν όλα
τα άλλα είδη πρώτης ανάγκης.
»5.
Στην έντονα αισθητή αντίδραση των πολλών πρακτόρων του εχθρού, που απέμειναν
μετά την αποχώρηση των Άγγλων.
»Τα
ακόλουθα επεισόδια είναι ενδεικτικά: Προχθές, Άγγλοι στρατιώτες επευφημήθηκαν
επιδεικτικά, ενώ απεναντίας σε μεμονωμένες περιπτώσεις ο πληθυσμός επέδειξε
ελάχιστα φιλική στάση απέναντι στους στρατιώτες μας. Τέλος, η σημαία της
Βέρμαχτ στην Ακρόπολη αφαιρέθηκε από αγνώστους αυτή τη νύχτα. Σαν πρώτο μέτρο
αντιποίνων η Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση περιόρισε την ώρα κυκλοφορίας, από τα
μεσάνυχτα στις 22.00 και επί πλέον θα διεξαχθούν ορισμένες ευρείας εκτάσεως
έρευνες. Για την καταβίβαση της σημαίας, ο Ανώτατος Στρατιωτικός Διοικητής
επιφυλάχθηκε να λάβει και άλλα μέτρα. Οι δικές μου ενέργειες περιορίσθηκαν στην
επίδοση διακοίνωσης, με την οποία αξίωσα από την ελληνική κυβέρνηση να ληφθούν
αυστηρότατα μέτρα που να ανταποκρίνονται στις περιστάσεις και επί πλέον,
προκειμένου να υποβοηθηθούν οι ενέργειες της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης,
την τήρηση απόλυτης ησυχίας και τάξης, την ενεργό διαφώτιση του λαού, την
παροχή αυστηρών οδηγιών στα όργανα της ελληνικής αστυνομίας και τη δραστήρια
δίωξη των Άγγλων πρακτόρων και των συνεργατών τους.
»Σήμερα
το πρωί, ο πρωθυπουργός απηύθυνε διάγγελμα προς τον λαό και δόθηκαν οδηγίες
στον Τύπο επί του θέματος.
»Δεν
παραλείπω να επαναλάβω, κατά τη γνώμη μου, την οποία υιοθετεί και ο Ιταλός
συνάδελφός μου, ότι η τήρηση της τάξης στην Ελλάδα εξαρτάται από τον τρόπο
αντιμετώπισης του επισιτιστικού, που αποτελεί και το κύριο ζήτημα».
Την
επομένη (1 Ιουνίου) σε νέο τηλεγράφημά του προς το Βερολίνο αναφέρει: «Μετά την
επιβολή του περιορισμού της κυκλοφορίας, η νύχτα πέρασε χωρίς επεισόδια. Σε
συνέχεια της χθεσινής μου συνομιλίας με τον αναπληρωτή του πρωθυπουργού [τον Κ.
Λογοθετόπουλο], ο σημερινός πρωινός Τύπος δημοσιεύει δήλωση του Έλληνα
πρωθυπουργού, με την οποία ο ίδιος διαχωρίζει σαφώς τον εαυτό του από τα
τελευταία γεγονότα και αποδοκιμάζει με δριμύτητα την καταβίβαση της γερμανικής
πολεμικής σημαίας από την Ακρόπολη, προτρέπει δε τον ελληνικό πληθυσμό να
φέρεται φιλικά προς τους Γερμανούς στρατιώτες. Επί πλέον, η ελληνική κυβέρνηση
προέβη χθες το βράδυ στην αντικατάσταση των διευθυντών της αστυνομίας και της
χωροφυλακής, καθώς και άλλων χαμηλοτέρων αστυνομικών οργάνων, τα οποία είχαν
σχέση με τα γεγονότα των τελευταίων ημερών».
Τέλος,
ο Άλτενμπουργκ στις 2 Ιουνίου αναφέρει: «Και η αποψινή νύχτα πέρασε χωρίς
επεισόδιο. Ο πρωθυπουργός, σε απάντηση της διακοινώσεώς μου, μου απηύθυνε
έγγραφη αίτηση συγγνώμης για την καταβίβαση της γερμανικής πολεμικής σημαίας
από την Ακρόπολη. Αντίγραφο του εγγράφου αυτού στέλνω με το αεροπορικό
ταχυδρομείο».
[2] Βλ. Γεωργ. Τσολάκογλου,
Απομνημονεύματα, σελ. 166: «...Ήθελε να με βοηθήση με όλην την ψυχήν του, ως
ηύχετο να επιτύχω εις το αναληφθέν έργον. Εφ’ ω την 31ην Μαΐου 1941, καθ’ ην η
Κυβέρνησις ευρίσκετο προ αδιεξόδου λόγω της κλοπής της Γερμανικής σημαίας εκ
της Ακροπόλεως έσπευσε την 14.30 ώραν υπό καυστικώτατον ήλιον να με συμβουλεύση
πώς έπρεπε να λυθή το ζήτημα διά να μη εξαναγκασθώ εις παραίτησιν, ήτις θ’
απέβαινεν “επί ζημία του τόπου” ως μοι είπεν».
[3] Αντ. Λιβιεράτος, «Η περίοδος
της Κατοχής και η δίκη των τότε κυβερνητών» στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ, φύλλο
15 Ιουλίου 1955.
[4] Τις σχέσεις του Γ.
Παπανδρέου με κατοχικούς υπουργούς και το ενδιαφέρον του να διαδραματίσει ρόλο,
που αναφέρει ο Α. Λιβιεράτος, επιβεβαιώνει στο ημερολόγιό του και ο Χρ.
Χρηστίδης (ό.π., σελ. 28-30, 13 Μαΐου 1941): «Το πρωί, ήλθε στο Γραφείο ο Δ.Κ.
[στενός τότε συνεργάτης του Παπανδρέου, γνώριμος του Χρηστίδη], πιο
σπουδαιοφανής από κάθε άλλη φορά. Μοιάζει να κινείται στα παρασκήνια, χάρη στις
σχέσεις του με τον Μέραρχό του, τον Μουτούση, που του πρότεινε, λέει, τη Γενική
Γραμματεία του υπουργείου του, την οποία όμως ο Κ. δεν δέχτηκε.
»Επίσης, κι ο Γ. Παπανδρέου μοιάζει να θέλει να
παίξει κι αυτός ρόλο στα παρασκήνια, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στην
κυβέρνηση. Ζήτησε, λέει, από τον Δ.Κ. να αναλάβει τη διεύθυνση του Πολιτικού
Γραφείου του κ. Πρωθυπουργού. Ο Δ.Κ. αυτό το είπε με ύφος ανθρώπου που δεν θα
το δεχτεί μεν, αλλά που κολακεύτηκε από την πρόταση.
»Τον ρώτησα αν ο Γ.Π. έχει τη δύναμη να ορίσει
κάποιον σε τέτοια θέση, πράμα που θα απόδειχνε σημαντική συνεργασία, κι
επομένως αλληλεγγύη με τους στρατηγούς. Η απάντησή του ήταν μάλλον αόριστη. Μου
εξήγησε περίπου πως του υποδείξαν να δεχτεί τη θέση επειδή σχετίζεται με τον
Μουτούση.
»Προσπάθησα να του εξηγήσω τις αντιλήψεις μου. Ποτέ
όμως δεν τον είδα τον Δ.Κ. περισσότερο υπερόπτη και περιφρονητικό.
»Ευτυχώς, βρέθηκε στο Γραφείο μου κι ο κ. Δ. Δίγκας,
που του έκανε τις ίδιες μ’ εμένα παρατηρήσεις. Ο Κ. προσπάθησε τότε να
επιμείνει πως η κυβέρνηση είναι καθαρά “διοικητική κυβέρνηση”, χωρίς κανένα
“πολιτικό χαραχτήρα”. Ο ισχυρισμός είναι βασικά ανακριβής, καθώς του το
απόδειξε ο κ. Δίγκας με λίγα λόγια.
»Αργότερα, ο Δ.Κ. ξαναπέρασε, αναζητώντας πάλι τον
κ. Δίγκα. Έμοιαζε να θέλει να του πει πως οι Γερμανοί κάνουν από χτες ενέργειες
για να δοθεί πολιτικός χαραχτήρας στην κυβέρνηση. Σημειωτέο ότι, προηγουμένως,
για ν’ αποδείξει πως οι Γερμανοί δεν αναγνωρίζουν στην κυβέρνηση τίποτα άλλο
παρά στενά διοικητική αρμοδιότητα, είχε πει πως ο Λογοθετόπουλος νοίκιασε και
δεύτερη βίλλα κι άρχισε να δίνει γιορτές και γεύματα, για να μπορέσει να κάνει
δυνατή την έναρξη συνομιλιών πολιτικών, ώστε να γίνει κουβέντα για τα εδαφικά
ζητήματα. Το οποίο σημαίνει πως η κυβέρνηση, για την οποία λένε πως δεν έχει
πολιτικό χαραχτήρα, καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να τον αποχτήσει...».
[5] Το υπουργείο Συγκοινωνιών
και Δημοσίων Έργων στεγαζόταν για πολλά χρόνια, όπως και τότε, στο ωραίο κτίριο
της πλατείας Συντάγματος, γωνία Καρ. Σερβίας. Από τον εξώστη του ιδίου κτιρίου
επέπρωτο στις 18 Οκτωβρίου 1944 να εκφωνήσει ως πρωθυπουργός της κυβερνήσεως
εθνικής ενότητος τον περίφημο Λόγο της Απελευθερώσεως.
[6] Με την εσπευσμένη αυτή
απόφαση της κατοχικής κυβέρνησης, αρχηγός της Χωροφυλακής ανέλαβε ο
συνταγματάρχης Π. Σπηλιωτόπουλος (στο τέλος της Κατοχής θα διορισθεί ως
στρατιωτικής διοικητής Αττικής) και Αστυνομίας Πόλεων ο συνταγματάρχης Σωκρ.
Δημάρατος. Και οι δύο είχαν υπηρετήσει ως μέραρχοι κατά τον πόλεμο 1940-41.
[7] Ακρόπολις, 4 Ιουνίου 1941.
Υπογράφουν οι: Χρ. Ρομπόκος, Γ. Χαμαντζής, Δ. Πιτσιπής, Παν. Ψαρρής, Άγγ.
Λαπατάς, Παν. Αργυρόπουλος, Β. Μανωλιάς, Παν. Σκυριανός, Δ. Σούγκρας, Ευάγγ.
Βουρδούμπας.
aera2012.blogspot.gr