Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

ΤΟ ΑΥΓΟ

(σε κάποιο δρόμο, δύο ρακένδυτοι τύποι, ο Σόλων και ο Λουκάς,  βαδίζουν και συζητούν)

Σόλων: Πού πας Λουκά;

Λουκάς: Στο πεζούλι, να καθίσω.

Σόλων: Πρώτα πρέπει να σκεφθούμε.

Λουκάς: Καθισμένοι Σόλων, δεν μπορούμε να σκεφθούμε;


Σόλων: Το θέμα επείγει, Λουκά. Πάψε!

Λουκάς: Όταν κάτσουμε δηλαδή θα πάψει να επείγει; Κουράστηκα.

Σόλων: Γι’ αυτό επείγει.

Λουκάς: Περπατάμε έξι ώρες τουλάχιστον…

Σόλων: Τι το θελες το σακίδιο, μου λες; ό,τι σκουπίδι βλέπεις στο δρόμο θα το παίρνεις μαζί σου;

Λουκάς: Σόλων, άσε το σακίδιο, καταρρέω σου λέω. Να κάτσω;

Σόλων: Πρέπει πρώτα να σκεφθούμε, σου είπα.

Λουκάς: Και μετά να καταρρεύσω;

Σόλων: Μετά. Πρέπει πρώτα ν’ αντιμετωπίσουμε το μέλλον.

Λουκάς: Το μέλλον;

Σόλων: Το μέλλον.

Λουκάς: Για στάσου, θα έχουμε και μέλλον;

Σόλων: Διάβασε!

         (Βγάζει εφημερίδα. Την παίρνει ο Λουκάς)

Λουκάς: Τι λέει Σόλων;

Σόλων: Φέρ’ τη!(Παίρνει την εφημερίδα). Ξέρεις τι λέει εδώ;

Λουκάς:  Τι λέει;

Σόλων: Η ζωή παρατείνεται

Λουκάς: Παρατείνεται; Ποιο;

Σόλων: Η ζωή.

Λουκάς: Δηλαδή έτσι εν γένει η ζωή;

Σόλων: Εν γένει

Λουκάς: Κι’ εμείς Σόλων; Παρατεινόμεθα κι εμείς;

Σόλων: Εξαρτάται από το πού θα μας κατατάξει κανείς. Αν θεωρηθούμε ότι ανήκουμε στο ανθρώπινο γένος… και εμείς…

Λουκάς: Δηλαδή;  καν ’το  μου πιο λιανά να καταλάβω.

Σόλων: Κοίταξε, οι άνθρωποι συνήθως μέχρι τώρα πέθαιναν κάπου στα εβδομήντα. Συνεπώς τώρα θα πεθαίνουν κάπου στα εκατό.

Λουκάς: Στα εκατό; Θα πεθάνουμε δηλαδή στα εκατό και εμείς;

Σόλων: Κανονικώς εχόντων στα εκατό.

Λουκάς: Μη μου κόβεις τη χολή, όλων. Ακόμη άλλα πενήντα χρόνια ζωής;

Σόλων: Τουλάχιστον!...

Λουκάς: Αδύνατον, Σόλων… Ποιος το είπε;

Σόλων: Δυνατόν, σου λέω!... Το γράφει. Και ερωτώ, τι θα κάνουμε μέχρι τότε, Λουκά;

Λουκάς: Σόλων, σε παρακαλώ, μη με τρομάζεις, μη μου λες τέτοια…

Σόλων: Εγώ σε τρομάζω; Γι’ αυτό σου είπα να σκεφθούμε.

Λουκάς: Εγώ, Σόλων, κάνω υπομονή το πολύ  άλλα δέκα χρόνια… το πολύ. Αλλά πενήντα; Ποτέ. Δεν αντέχω. Παραιτούμαι.

Σόλων: Παραιτείσαι; Από τι;

Λουκάς: Όχι, δεν παραιτούμαι, διαμαρτύρομαι. Με ποιο δικαίωμα μου παρατείνουν τη ζωή; Με ρώτησαν; Θέλω;

Σόλων: Θέλεις δεν θέλεις, αυτοί την παρατείνουν. Γεγονός.

Λουκάς: Κι εμείς;

Σόλων: Τι κι εμείς;

Λουκάς: Εγώ, στ’ είπα, η επιστήμη θα μας πάρει στο λαιμό της.

Σόλων: Ναι μωρό μου; Γι αυτό κάνεις σαν τρελός μόλις βλέπεις πολυθρόνες με αφρολέξ;

Λουκάς: Άνετες.

Σόλων: Ναι, αλλά η επιστήμη το βρήκε το αφρολέξ.

Λουκάς: Κάποιο λάθος υπάρχει, Σόλων. .. Ανάμεσα σε μένα και την επιστήμη, κάποιο λάθος. Πάντως για να είμαι ειλικρινής, το αφρολέξ μου αρέσει… Καλά, για στάσου… Αντέχεις τόσα χρόνια εσύ; Πενήντα χρόνια;

Σόλων: Αυτό σου λέω. Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση. Το θέμα είναι απλό. Κοίταξε αν όντως έχουμε ακόμα πενήντα χρόνια ζωής, τότε έχουμε και τεράστια περιθώρια.

Λουκάς: Τεράστια; Τι τεράστια;

Σόλων: Περιθώρια. Σε πενήντα χρόνια μπορούμε να γίνουμε τα πάντα.

Λουκάς: Τα πάντα; Εμείς;

Σόλων: Τα πάντα σου λέω. Εμείς. Τα πάντα. Όλη τη νύχτα το σκεπτόμουν.

Λουκάς: Και πού κατέληξες;

Σόλων: Σου είπα, Το σκέπτομαι.

Λουκάς: Για στάσου. Να τα πάρουμε ένα –ένα.

Σόλων: Μέτρα. Τι θέλεις να γίνεις;

Λουκάς: περιπτεράδες μπορούμε;

Σόλων: Περιπτεράδες, αρχιπεριπτεράδες. Μπορούμε.

Λουκάς: Να πουλάμε σουβλάκια;

Σόλων: Και σουβλάκια...Και ζωγράφοι, και σταρ.

Λουκάς: Σταρ;

Σόλων: Και σταρ. Όλα, σου λέω. Τα πάντα.

Λουκάς: Άλλο; Άλλο; Χρυσοχόοι μπορούμε; Να πουλάμε τον μπρούτζο για χρυσό;

Σόλων: Σου είπα τα πάντα.

Λουκάς: Πυροσβέστες; Μ’ αρέσει εκείνο το κράνος, οι σωλήνες, η φωτιά που τη σβήνουν…

Σόλων: Βεβαιότατα.

Λουκάς: Και σταρ λες, ε;

Σόλων: Μπορεί ν’ ανακαλύψουμε κι εμείς κάποια βόμβα.

Λουκάς: Του σεξ;

Σόλων: όχι, αληθινή βόμβα.

Λουκάς: Ο Ωνάσης, δηλαδή, τι ήταν; Φτωχός δεν ήταν; ε, Σόλων;

Σόλων: Ο Νιάρχος;  Ο Φορντ; Όλοι τους φτωχοί.

Λουκάς: Δηλαδή και εφευρέτες μπορούμε;

Σόλων: Ο Αϊνστάιν τι ήτανε;

Λουκάς: Πρέπει όμως να βρούμε κάτι πολύ σπουδαίο. Να ψάξουμε.

Σόλων: Ξέρεις τι είναι να μας μένουν ακόμα πενήντα χρόνια ζωής; Το συλλαμβάνεις;

Λουκάς: Δε μου λες, την πενικιλίνη τη βρήκαν;

Σόλων: Τη βρήκαν! Άλλο που να μην το βρήκαν Λουκά! Άλλο!...

Λουκάς: Τι; Το ραδιόφωνο το βρήκαν. Το τηλέφωνο το βρήκαν… Μήπως άφησαν και τίποτα που να μην το βρήκαν;

Σόλων: Πρόλαβαν άλλοι… Μην αποθαρρύνεσαι όμως.


(παύση)

Λουκάς: Όχι, αδύνατον. Δεν γίνεται Σόλων.

Σόλων: Γιατί; Τι σκέφτηκες πάλι;

Λουκάς: Θα μας τη σκάσουν! Μόλις φθάσουμε στα εκατό… πάλι θα δεις που θα την παρατείνουν άλλα εκατό…

Σόλων: Τι λες ανόητε!

Λουκάς: Κι ύστερα… Μας δίνουν πενήντα χρόνια! Έτσι;  Λοιπόν  θα τα  φάμε μέχρι να γίνουμε κάτι. Και μετά; Ποιος θα τ’ απολαύσει; Πότε Σόλων;

Σόλων: Πότε;

Λουκάς: Μάλιστα, πότε; Όταν θα είμαστε με τις πατερίτσες γέροι διακοσίων ετών;

(παύση. Ο Σόλων δεν ξέρει τι να απαντήσει. Κάνει νευρικές βόλτες)

Σόλων:   Άκου να σου πω Λουκά… Πρέπει πάση θυσία να εκμεταλλευτούμε τα περιθώρια. Μπορεί να υπάρχει ακόμα μια άλλη Αμερική. Θα γίνουμε Κολόμβοι και θα πάμε να τη βρούμε.

Λουκάς: Όχι ταξίδια. Με πιάνει η θάλασσα, Σόλων! Αστροναύτες, ναι! Αλλά θαλασσόλυκοι, όχι, ποτέ!

Σόλων: Κι όμως κάτι πρέπει να γίνουμε.

Λουκάς: Ούτε δάσκαλοι Σόλων. Κι αυτό δε μ’ αρέσει.

Σόλων: Ορίστε, διάλεξε πρώτος. Τι θέλεις; Τι θέλεις να γίνεις;

Λουκάς: Κάτι που να μας πάει…

Σόλων: Τι θέλεις; Κλητήρας; Υπάλληλος;

Λουκάς: Αυτό θέλει πολλή σκέψη. Δε μπορεί έτσι στα όρθια να πάρουμε τόσο σοβαρές αποφάσεις… Σιγά σιγά, περιθώρια έχουμε. Θα δούμε.

Σόλων: Δεν έχουμε.

Λουκάς: Πριν είπες έχουμε Σόλων.

Σόλων: Ορίστε, γιατί δε γίνεσαι…;

Λουκάς: Τι να γίνω;

Σόλων : Τι;  Σιγά, ψάξε, θα το βρούμε.

( Ο Λουκάς αρχίζει να ψάχνει τις τσέπες του. Τον κοιτάζει ο Σόλων, πάει κοντά του).

Σόλων:   Τι κάνεις;

Λουκάς: Ψάχνω Σόλων. Ψάξε δεν είπες;

Σόλων: Στις τσέπες ψάξε σου είπα;  Στο νιονιό σου, εκεί, εκεί…

(κάθονται στο παγκάκι και σκέφτονται, ψάχνουν).

Λουκάς: Είδες λοιπόν Σόλων!  Η ζωή δεν είναι και τόσο παίξε γέλασε. Είδες ξαφνικά δυσκολίες που σου έχει!

Σόλων: Έχεις αδύνατη θέληση, αδύνατο χαρακτήρα, γι’ αυτό το λες.

Λουκάς: Μπορεί.

Σόλων:   Και είσαι και τεμπέλης.

Λουκάς: Σου δίνεται η ευκαιρία να κάνεις τα πάντα και δεν ξέρεις τι να κάνεις. Καλά Σόλων, και πώς θ’ αρχίσουμε; Πες ότι θέλω να γίνω φιστικάς.  Με τι κεφάλαιο; Πώς;

Σόλων: Είσαι αγράμματος. Το παν θέλει οργάνωση. Πρώτα θα βρούμε το τι, και μετά σε άλλη σύσκεψη, βρίσκουμε το πώς… Το τι τώρα μας λείπει…

Λουκάς: Καλά, όλοι αυτοί… Ο λούστρος , ας πούμε αποφάσισε να γίνει λούστρος και έγινε;

Σόλων: Ίσως.

Λουκάς: Ένας δικαστής… Έτσι του μπήκε; Ένας αρχιστράτηγος, ένας υπουργός; Έτσι στα καλά καθούμενα τους ήρθε κι έγιναν;

Σόλων: Κάπως έτσι. Τους ήρθε κι έγιναν.

Λουκάς: Καλά, και ο λούστρος ήταν κορόιδο δηλαδή; Γιατί δε διάλεξε να πάει, ας πούμε, στη λεγεώνα των ξένων κι έγινε λούστρος;

Σόλων: Τι σου λέω μωρό μου; Αυτό πρέπει να βρούμε… Διότι αν τώρα αποφασίσουμε λάθος… πάει, θα είναι λάθος όλο κατόπιν.

Λουκάς: Το βλέπω πάρα πολύ δύσκολο, Σόλων.

Σόλων: Άσε, το αναλαμβάνω εγώ…

Λουκάς: Ωραία θα ήταν Σόλων… Ξέρεις τι θα ήταν ωραία;

Σόλων: Τι;

Λουκάς: Να ήμαστε φίδια…

Σόλων: Φίδια; Τι φίδια;

Λουκάς: Φίδια. Κανονικά φίδια. Εκατό τα εκατό φίδια… Οκτώ μήνες ξάπλα. Κανονικότατη ξάπλα… ύπνο… Να τρελαθούμε στον ύπνο.

Σόλων: Εννοείς τη χειμερία νάρκη τους;

Λουκάς: Πώς; Αυτό, ναι, χειμερία… Οκτώ μήνες, λοιπόν, ξάπλα, χειμερία, και τέσσερις… τους άλλους τέσσερις θα παραθερίζουμε στα πάρκα…

Σόλων: Εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράλογο βέβαια, αλλά δεν το απορρίπτω εντελώς, έχει τη λογική του.

Λουκάς: Ούτε νοίκι, ούτε ρούχα, ούτε… κατάλαβες;

Σόλων: Καφέ;

Λουκάς: Τι καφέ;

Σόλων: Οκτώ μήνες χωρίς καφέ; Αδύνατον.

Λουκάς: Τι σου λέω; Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Στο ‘πα.

Σόλων: Είναι, βλέπεις, αυτές οι καταραμένες συνήθειες των ανθρώπων. Τον καφέ τους, το ουίσκι τους…

Λουκάς: Να δεις Σόλων που μια μέρα των ημερών θα μας κολλήσει και μας. Τώρα μας κόλλησε ο καφές, αύριο πού ξέρεις;

Σόλων: Ουίσκι; Αδύνατον! Ούζο, μόνον ούζο…

Λουκάς: Τι το ‘θελες τώρα το ούζο; Πού το θυμήθηκες;

Σόλων: Δεν ξέρω, κάτι μου μύρισε Λουκά…

Λουκάς: Τι; Ούζο;

Σόλων: Και χταπόδι και ούζο…

(μυρίζουν).

Λουκάς: Πού;  Από κει; Από κει;

Σόλων: Όχι, από δω…(του γυρίζει κωμικά το κεφάλι).

Λουκάς: Η μύτη μου, η καταραμένη μου η μύτη… Πάντα κρυωμένη. Να ‘πιανα τη μυρωδιά τους τουλάχιστον! Ωραία μυρίζει Σόλων; Ωραία;

Σόλων: Ωραία, Πολύ ωραία…

Λουκάς: Δεν το μυρίζω το ούζο σου όμως. Κοροϊδεύεις;

Σόλων: Πάψε! (μυρίζει) Μη μου το χαλάς.

Λουκάς: Μα, Σόλων…

Σόλων: Πάψε, φλύαρε… Λες, λες… Τι λες; Όλο λες. Βαρέθηκα.

Λουκάς: Εμένα;

Σόλων: Εσένα. Πάψε. Αφού μυρίζω. Τι με διακόπτεις;

Λουκάς: Εγώ;

Σόλων: Εσύ. Θα σ’ τα διηγηθώ ένα ένα μετά. Άσε με τώρα. Μπα (μυρίζει). Ορίστε έφυγε, χάθηκε, πάει.

(μυρίζουν)

Λουκάς: Πάει;

Σόλων: Πάει.

Λουκάς: Τι μύριζε; χταπόδι αληθινό, φρέσκο;

Σόλων: Κατεψυγμένο. Σε νοιάζει;

Λουκάς: Απατεώνες.

Σόλων: Στάσου, ξανάρχεται. Κεφτέδες τώρα.

Λουκάς: Κεφτέδες Σόλων; Είσαι βέβαιος; Κεφτέδες;

Σόλων: Κεφτέδες.

Λουκάς: Μη μου το λες. Τρελάθηκα. Πεθαίνω.

Σόλων: Και τσίρους.

Λουκάς: Μυρίζει τώρα και τσίρους Σόλων; Τσίρους;

Σόλων: Τσίρους ψητούς. Τσίρους. Τσίρους. Σου λέω αληθινούς τσίρους.

Λουκάς: Φτάνει δεν αντέχεται άλλο.

Σόλων: Και ψητό.

Λουκάς: Στα κάρβουνα;

Σόλων: Στα κάρβουνα.

Λουκάς: Θ’ αυτοκτονήσω Σόλων. Τόση ευτυχία δεν τη μπορώ. Δεν την αντέχω. όχι τόση ευτυχία. Θεέ μου, και κεφτέδες και τσίρους και χταπόδι…

Σόλων: Λουκά.

Λουκάς: Σόλων.

Σόλων: Τώρα σαγανάκι τυρί. Μου μοσχοβολάει σαγανάκι τυρί και κεφτέδες και ούζο. Κατάλαβες;

Λουκάς: Όχι, σε πνίγω, ούτε λέξη.  Αυτοκτονώ, πέφτω, σε πνίγω. (Ανεβαίνει στον τοίχο).

Σόλων: Πού πέφτεις Λουκά;

Λουκάς: Στη θάλασσα πέφτω…

Σόλων: Ποια θάλασσα; Οικόπεδο είναι.

Λουκάς: Πού; Τότε πού; Είναι αδύνατον να υπάρχει τόση ευτυχία μαζί. Πού ν’ αυτοκτονήσω, πού; Λέγε!

Σόλων: Περίμενε έχουμε κι άλλα.

Λουκάς: Όχι άλλα, Σόλων, όχι…

Σόλων: Σκάσε!

Λουκάς: Σόλων δε μπορεί με τόση μυρωδιά και να ‘ναι κατεψυγμένο το χταπόδι τους. Λάθος   έκανες,  Σόλων.

Σόλων: Πάψε!

Λουκάς: Τι;

Σόλων: Κοτόπουλο.

Λουκάς: Όχι.

Σόλων: Ναι.

Λουκάς: Αυτό πια όχι. Ποτέ.

Σόλων: Πάει, τετέλεσται, θα μπούμε.

Λουκάς: Πού; Πού;

Σόλων: Στο σύστημα, δεν ξέρω, αλλά κάπου πρέπει να μπούμε. Χαρά και εργασία, και ωράριον, αλλά κάπου να μπούμε, τελείωσε.

Λουκάς: Ναι, αλλά πού;

Σόλων: Στο σύστημα σου είπα.

Λουκάς: Τι είναι αυτό; Ουζάδικο;

Σόλων: Το σύστημα; Όχι.  Αυγό.

Λουκάς: Αυγό;

Σόλων: Αυγό, ναι, αυγό. Όταν μπεις εκεί μέσα, πάει τα ‘χεις όλα.

Λουκάς: Και… Όλα, όλα; Στο αυγό;

Σόλων: Όλα, όλα. Με ζάλισες.

Λουκάς:  Και υπάρχει τέτοιο αυγό. Προφανώς άλλο εννοείς και άλλο λες.

Σόλων: Εννοώ αυτό που λέω και λέω αυτό που εννοώ. Σκάσε.

Λουκάς:  Καλά, θα μας χωράει;

Σόλων: Μέχρι να μπεις είναι…

Λουκάς: Και γυναίκες; Θα ‘χει;

Σόλων: Δύο στον καθένα. Τουλάχιστον. Η εκκίνησις.

Λουκάς: Αυγό τόσο μεγάλο; Κατάλαβα.

Σόλων: Μπα;

Λουκάς: Ξέρω, ξέρω…

Σόλων: Να γίνουμε μόνο λίγο πιο κύριοι, λίγο πιο κοινωνικοί. Να μην παίρνεις κατάκαρδα τίποτα. Κατάλαβες;

Λουκάς: Τακτικόν ωράριον… α, αυτό το είπες. Επισκέψεις, χρόνια πολλά, τι κάνετε  πώς είσθε…  Κατάλαβα…

Σόλων: Εν γένει να δείχνεις τον πρέποντα σεβασμόν.

Λουκάς :Ξέρω, ξεσκονίσματα, προηγείσθε, μα τι λέτε, ο καιρός, βεβαίως, μάλιστα, ναι, έχετε δίκιο, δικαιότατον δίκιο.

Σόλων: Με λίγα λόγια δεν πρέπει να σε πάρουν για κατωτέρας υποστάθμης. Για ύποπτο.

Λουκάς: Να είσαι καθώς πρέπει. Κατάλαβα.

Σόλων: Ναι.

Λουκάς: Όχι.

 Σόλων: Τι όχι;

Λουκάς: Δε μπαίνω στο αυγό, δε μπαίνω, ποτέ… σ’ το χαρίζω. Σκάω… Σόλων…

Σόλων: Θα ‘χει αιρ κοντίσιον. Επιπλέον.

Λουκάς: Θέλω να βλέπω.

Σόλων: Θα ‘χουν τηλεόραση. Επιπλέον. Μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια.

Λουκάς: Ουρανό, δέντρα;

Σόλων: Θα ‘χουν.

Λουκάς: Ψεύτικα;

Σόλων: Αληθινά, ψεύτικα, δεν ξέρω. Τι σημασία έχει άλλωστε; Αλλά θα ‘χουν, θα ‘χουν, απ’ όλα θα ‘χουν.

Λουκάς: Θα χωράμε στ’ αυγό κι οι δύο;  Τουλάχιστον;

Σόλων: Οι δύο;  Όχι, ο καθένας θα ‘χει το δικό του αυγό. Αλίμονο. Και πάψε να σκέπτεσαι ως υποανάπτυκτος.

Λουκάς: Μόνος δηλαδή; Όχι Σόλων, μόνος, όχι (τον αγκαλιάζει). Όχι μόνος Σόλων. Δεν γίνεται μόνος, όχι, όχι, δεν αντέχεται η ζωή μόνος… σε παρακαλώ, όχι Σόλων.

Σόλων: θες να μην μπούμε; Αυτό προτείνεις;

Λουκάς: Να μην μπούμε.

Σόλων: Να μείνουμε έξω;

Λουκάς: Έξω.

Σόλων: Ναι, αλλά ξέρε το, εσύ είσαι ο καλοπερασάκιας, εσύ θες πολυθρόνες με αφρολέξ. Οι πολυτέλειες έξω από τ’ αυγό τερματίζουν.

Λουκάς: Όχι, Σόλων, σου ορκίζομαι, θα είμαι ολιγαρκής, αλλά έξω.

Σόλων: Έστω, καλά, έξω… όσο ελπίζουμε, όσο αντέξουμε, όσο μπορούμε… Θα το θυμάσαι, μου το υπόσχεσαι;

Λουκάς: Θα το θυμάμαι, σου το υπόσχομαι.



Κώστας Μουρσελάς



http://tiestiousia.blogspot.gr/2011/02/blog-post_18.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η επίσκεψη σας στο Θαλαμοφύλακα με τιμά ιδιαίτερως.

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι τρολλιές, οι κουτσουλιές και οι ύβρεις.

Τα υπόλοιπα θα μείνουν για πάντα εδώ, εκτεθειμένα σε κοινή θέα, γι αυτό πριν πατήσετε το κουμπί "Υποβολή", παρακαλώ να ξαναδιαβάσετε αυτό που γράψατε.

Αρχειοθήκη ιστολογίου