Τόσο η «ελεύθερη», όσο και η γραφειοκρατικώς κατευθυνόμενη κεφαλαιοκρατία, επιχειρούν να μετατρέψουν την κοινωνία είτε σε μια «φιλελεύθερη» ζούγκλα ανταγωνισμού, είτε σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Πράγματα, που στο βάθος ίσως δεν διαφέρουν και τόσο πολύ. Ο ανθρωπότυπος που δημιουργήθηκε τους τελευταίους αιώνες με αυτόν τον τρόπο, ο λεγόμενος «άνθρωπος της οικονομίας», αντιλαμβάνεται την κοινωνία και την φύση σαν ένα ξέφραγο αμπέλι ωφελιμιστικής δράσης και αρπαγής και την πολιτική τέχνη σαν μέσο εξουσιασμού και όχι ορθολογικής συνύπαρξης.
Το σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, αξιολογούμενο με τα ίδια τα δικά του κριτήρια, είναι βαθύτατα ανορθολογικό, μή αποδοτικό, μή αποτελεσματικό, προβληματικό. Έχει προκαλέσει μια μή αναστρέψιμη οικολογική κατιούσα. Έχει φέρει δισεκατομμύρια -ανθρώπινα και μή- πλάσματα σε κατάσταση λιμοκτονίας. Επίσης έχει γενικεύσει και καθαγιάσει τον πόλεμο ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.
Εξεταζόμενος ως προς το εφαρμόσιμο των διακηρυγμένων αρχών του και ειδικά ως προς την «ελευθερία της αγοράς» και της «ανταγωνιστικότητας», ο καπιταλισμός είναι το λιγότερο ρεαλιστικό, το πιο αντιφατικό και το πιο ουτοπικό σύστημα που υπήρξε ποτέ.
Το δίλλημα «ελεύθερη» αγορά ή «κατευθυνόμενη» οικονομία είναι παραπλανητικό. Το ζήτημα δεν είναι εάν θα έχουμε «ελεύθερη» ή «κατευθυνόμενη» οικονομία, αλλά το κατά πόσο η κοινωνία θα είναι ελεύθερη ή κατευθυνόμενη από την «οικονομία».
Οι οικονομικές κρίσεις στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα είναι κρίσεις «μή απορροφήσιμης υπερπαραγωγής», οι οποίες οφείλονται στην υστερία της «παραγωγικότητας», που σε τελική ανάλυση δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τη ζήτηση και να κατανοήσει τις ανθρώπινες ανάγκες, (πόσο μάλλον να τίς ικανοποιήσει).
Κατ' αρχάς, η δυνατότητα ύπαρξης «ελεύθερης» -με οποιαδήποτε έννοια- αγοράς αναιρείται πρωτίστως από την ίδια τη φύση τού κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η σύγχρονη επιχείρηση είναι ένα κατασκεύασμα με ημερομηνία λήξης, που ο προορισμός του είναι είτε να συγχωνεύσει, είτε να συγχωνευτεί, είτε να χρεωκοπήσει. Οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων ή και ολόκληρων τομέων της οικονομίας, η δημιουργία ολιγοπωλίων και μονοπωλίων, τα -«νόμιμα» ή «παράνομα»- καρτέλ, οδηγούν σε ολοένα μεγαλύτερο περιορισμό του επιχειρηματικού ανταγωνισμού και του πολυδιαφημισμένου δικαιώματος (σ.σ. πολλαπλής) επιλογής του καταναλωτή. Επίσης σε τεχνητή, από τους μεγάλους εταιρικούς σχηματισμούς, διαμόρφωση της ζήτησης και της προσφοράς κάτι, που παραβιάζει κατάφωρα την πολυδιακηρυγμένη «φυσιοκρατία» του καπιταλισμού.
Η καπιταλιστική οικονομία είναι βαθύτατα κατευθυνόμενη: μια απλή ματιά στα «παιχνίδια» που στήνονται και παίζονται από τα κατά τόπους χρηματιστήρια, τις τράπεζες, τα καρτέλ και τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, είναι αρκετή για να διαλύσει κάθε αφελή αυταπάτη περί «ελεύθερης» οικονομίας.
Ο δε πολυδιαφημισμένος «επιχειρηματικός ανταγωνισμός», όπου υπάρχει, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εξαντλεί τους ανθρώπινους πόρους στο κυνήγι της συμπίεσης του κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με μια ιδεοληψία που αναπαράγεται ως θρησκευτικό δόγμα από τους οικονομολόγους (και από τους αδαείς «απλούς ανθρώπους»), η συμπίεση του κόστους παραγωγής θεωρείται, ότι επιφέρει «νομοτελειακά» μείωση της τιμής και άρα συμφέρει τον καταναλωτή.
Έτσι οι επιχειρήσεις επιδίδονται σε ένα συνεχή αγώνα για υποτίμηση, του εργασιακού συνήθως κόστους (μισθοί, ασφαλιστικές εισφορές κλπ), ώστε να «παρέχουν» πιο «προσιτά» και «ανταγωνιστικά» προϊόντα στο «καταναλωτικό κοινό».
Ελάχιστοι οικονομολόγοι έχουν προχωρήσει λίγο πιο πέρα, μή αποδεχόμενοι την πονηρή διάκριση των ανθρώπων σε παραγωγούς και καταναλωτές, αφού οι δύο αυτές ιδιότητες συνυπάρχουν και αλληλοεπηρεάζονται σχεδόν σε κάθε άνθρωπο: π.χ. μια «συμπίεση» εργασιακών αμοιβών θα μειώσει το κόστος παραγωγής και (θεωρητικά πάντοτε) την τιμή ενός προϊόντος, το οποίο όμως ο κακο-πληρωμένος παραγωγός του (δηλ. ο εργαζόμενος) ίσως δεν θα μπορεί πλέον να αγοράσει και να «καταναλώσει».
Η σύγχρονη οικονομίστικη νοοτροπία αντιλαμβάνεται αγαθά, όπως η υγεία ή η παιδεία, μόνον ως εμπορεύματα ή ως «αγορές», οι οποίες πρέπει να εγκαταλειφθούν κατά έναν μυστικιστικό τρόπο στον «νόμο» του επιχειρηματικού ανταγωνισμού.
Η φρασεολογία της σημερινής αγοράς φανερώνει μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο που προβάλλονται και αξιολογούνται π.χ. τα επαγγέλματα. Κατά έναν επιδερμικό και ευκαιριακό τρόπο, τα σημερινά «μοντέρνα» και «αστραφτερά» επαγγέλματα της παντοειδούς χρηματο-εμπορευματικής μεσιτείας (αυτά που οι αρχαίοι ανέθεταν συνήθως σε μή πολίτες, ή ακόμα και σε δούλους -π.χ. ο πλουσιότερος άνθρωπος της Αθήνας του 4ου π.Χ. αιώνα ήταν ο τραπεζίτης και δούλος Πασίων), έχουν ηθικοποιηθεί και απολαμβάνουν μεγάλου κοινωνικού γοήτρου: «ο καλώς εννοούμενος επικερδής χαρακτήρας του (τού επαγγέλματος) αποσιωπάται συστηματικά […] οι χρηματιστές κόπτονται για την "ανάπτυξη", οι διαφημιστές μοχθούν για την "επικοινωνία", οι ασφαλιστές χτίζουν την "ασφαλιστική συνείδηση" κ.ο.κ. Εξ ού και το καταγέλαστο ορισμένων, ότι ασκούν λειτούργημα».
Το μέλλον της κοινωνίας (παιδεία), η υγεία της κοινωνίας (π.χ. ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κοινωνική πρόνοια), η ασφάλεια της κοινωνίας (π.χ. ασφαλείς δρόμοι) δεν μπορεί να εκχωρείται και να επαφίεται στον κάθε τυχάρπαστο «ειδικό» και κερδοσκόπο «εργολάβο/ιδιώτη».
Στο σύγχρονο οικονομικό σύστημα (κεφαλαιοκρατικό) η εξαρτημένη εργασία αποτελεί τη βάση της παραγωγικής διαδικασίας. Η εξαρτημένη εργασία ως βάση της οικονομίας, αποτελεί και την κυριότερη αιτία για την εξάρτηση της οικονομίας (και, συνακόλουθα, της κοινωνίας και της πολιτικής) από τούς «ειδικούς» και για την άνευ ιστορικού προηγουμένου υπερσυγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας.
«Σ’ αυτές τις προηγμένες και σχετικά φιλελεύθερες χώρες τί γίνεται στην πραγματικότητα; Μιλάνε για δημοκρατία. Το πραγματικό καθεστώς είναι φυσικά ένα καθεστώς τελείως ολιγαρχικό. Φυσικά υπάρχουν οι φιλελεύθερες πλευρές αυτού του ολιγαρχικού καθεστώτος, υπάρχουν ορισμένα δικαιώματα των ανθρώπων και των πολιτών, υπάρχει ένας λεγόμενος ελεύθερος τύπος, αλλά εάν κοιτάξει κανείς ποιοί πραγματικά κυβερνούν, ποιοί πραγματικά έχουν την εξουσία στα χέρια τους, θα αντιληφθεί, ότι ούτε στις χειρότερες εποχές της λεγόμενης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας - που δεν ήταν ποτέ δημοκρατία, αλλά ολιγαρχία - το ποσοστό αυτών, που έχουν δύναμη μέσα στην κοινωνία δεν ήταν τόσο λίγο, όσο είναι σήμερα.» (βλ. σχ. την διάλεξη του Κορνήλιου Καστοριάδη, Τα αδιέξοδα της αντιπροσώπευσης και η ανάγκη επανόδου στην Άμεση Δημοκρατία και αντιπρβλ. με τα ιστορικά στοιχεία και δεδομένα για την Αθηναϊκή Δημοκρατία:
«Η Αθηναϊκή δημοκρατία ήταν το πολιτικό σύστημα που αναπτύχθηκε στην αρχαία ελληνική πόλη-κράτος της Αθήνας (που περιλάμβανε την κεντρική πόλη των Αθηνών και την περιβάλλουσα επικράτεια της Αττικής). Η Αθήνα ήταν η πρώτη γνωστή δημοκρατία και ίσως η πιο σημαντική κατά την αρχαιότητα. Και άλλες αρχαιοελληνικές πόλεις είχαν δημοκρατικό πολίτευμα αλλά κανένα από αυτά δεν ήταν εξίσου ισχυρό και σταθερό με αυτό των Αθηνών. Παραμένει ένα μοναδικό και εξαιρετικού ενδιαφέροντος πείραμα άμεσης δημοκρατίας, όπου οι άνθρωποι δεν εξέλεγαν αντιπροσώπους για να αποφασίζουν στο όνομά τους, αλλά έπαιρναν οι ίδιοι αποφάσεις νομοθετικού και εκτελεστικού περιεχομένου. Δε συμμετείχε, ωστόσο, το σύνολο του πληθυσμού της πόλης, αλλά το σύνολο αυτών που είχαν πολιτικά δικαιώματα συγκροτούνταν ανεξαρτήτως από οικονομικά θέματα και οι πολίτες συμμετείχαν σε πρωτοφανή κλίμακα. Ποτέ μέχρι τότε τόσο πολλοί άνθρωποι δεν είχαν περάσει τόσο χρόνο αυτοκυβερνώμενοι».)
Η υπέρ συγκέντρωση εξουσίας αποτελεί επίσης και μια από τις κυριότερες αιτίες, που οι επιχειρήσεις μπορούν να ασκούν κοινωνικό έλεγχο και χειραγώγηση: είναι γνωστοί οι συνήθεις εκβιασμοί μεγάλων επιχειρήσεων (= οικονομικών εξουσιών), ότι θα μετακινήσουν ή θα κλείσουν παραγωγικές τους μονάδες άν δεν ψηφιστούν π.χ. φορολογικοί, ή (αντ)εργατικοί νόμοι που να τίς ευνοούν. Οι τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, ή ακόμα και ολόκληρων κοινωνιών εξαρτώνται από τις διαθέσεις τών ηγεσιών τών επιχειρήσεων.
Μια οικονομία με βάση της την εξαρτημένη εργασία και με κυριότερη παρενέργειά της τη δημιουργία συνεχούς επαγγελματικής ανασφάλειας (αυτής, που οι σύγχρονοι οικονομολόγοι συνηθίζουν να ωραιοποιούν ως δήθεν επαγγελματική «κινητικότητα») δεν ταιριάζει σε ελεύθερους ανθρώπους. Το συνηθισμένο θέαμα επιχειρήσεων, οι οποίες, στα πλαίσια της «πολιτικής» τους, δημιουργούν σε μια μέρα χιλιάδες άνεργους, ή η ραγδαία εξαφάνιση ολόκληρων οικονομικών τομέων (ακόμα κι άν συμβαίνει λόγω δυσμενών οικονομικών «συγκυριών»), πιθανότατα θα κλόνιζε έναν αρχαίο.
Αλλά και μια κοινωνία, που άγεται και φέρεται από τον «επιχειρηματικό» της κόσμο (βλ. τίς αστεία αυτοαποκαλούμενες «παραγωγικές τάξεις», σαν να μην ήταν παραγωγική η εργασία π.χ. του γιατρού, ή του εκπαιδευτικού, ή του αγρότη), είναι στην πραγματικότητα υπόδουλη, ό,τι ψευδαισθήσεις περί ελευθερίας της κι αν τρέφει.
«Κανείς δεν είναι περισσότερο υποδουλωμένος από εκείνον που εσφαλμένα πιστεύει ότι είναι ελεύθερος». Goethe
Ο στόχος αυτού του άρθρου δεν είναι να προπαγανδίσει «λύσεις» και συνταγές για μια «ορθή» Πολιτική Οικονομία, αλλά να επαναφέρει (με όσο γίνεται εκλαϊκευμένο τρόπο) στην ταλαιπωρημένη αυτή έννοια την γνησιότητά της: μια Οικονομία των Πολιτών, η οποία θα είναι ενσωματωμένη και όχι αυτονομημένη από την κοινωνία.
Η οικονομία δεν αποτελούσε για τον ελληνικό νου κάποιο αυτοσκοπό αυτονομημένο από τον παράγοντα άνθρωπο και τις ανάγκες του και γι’ αυτό και δεν αντιμετωπιζόταν σαν αυθύπαρκτη έννοια, η οποία διέθετε, δήθεν αφ’ εαυτής, μια οποιαδήποτε εγγενή αξία. Η οικονομία έπρεπε και αυτή να υπαχθεί στο σύνολο των λοιπών ζωτικών δραστηριοτήτων και αναζητήσεων, που αφορούν σε μια κοινωνία και να αλληλεπιδράσει με αυτές, χωρίς να θεωρείται σε καμία περίπτωση η πεμπτουσία τους.
Το εμπόριο είχε για τις ελληνικές πόλεις έναν καθαρά εισαγωγικό συμπληρωματικό ρόλο και αντιμετωπιζόταν σαν αναγκαίο κακό, μια και η πλήρης αυτάρκεια ήταν τότε, όπως και σήμερα κάτι, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο κατά προσέγγιση. Κάθε πόλη είχε τη δική της «εθνική» εισαγωγική εμπορική πολιτική. Η αρχή της αυτάρκειας σφράγισε όλη τη δημόσια και ιδιωτική οικονομική δραστηριότητά τους. Ένα νοικοκυριό, ακόμα και μέσα στην πόλη, έπρεπε να φτιάχνει το ψωμί του, να έχει το περιβόλι του, να διαθέτει κάποια υποτυπώδη κτηνοτροφική υποδομή κ.λπ.. Σε επίπεδο πόλης θεωρείτο, ότι μια κοινωνία πρέπει να επιδιώκει να παράγει όλα όσα της χρειάζονταν και να αποφεύγει να εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες.
Η εμπορική δραστηριότητα ασκείτο συνήθως από μή πολίτες, που ήσαν εγκατεστημένοι στο έδαφος της πόλης και ελέγχετο σχολαστικά. Π.χ. το τί, γιατί, πόσο, πότε, από πού και πώς θα εισαχθεί και πώς θα διατεθεί, τουλάχιστον σε ζωτικά προϊόντα, αποτελούσε συχνότατα θέμα των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου δηλαδή, ζήτημα κατ’ εξοχήν πολιτικό, το οποίο αφορούσε τους πάντες. Ήταν αδιανόητη η «ελεύθερη» (και συνήθως απρόβλεπτη και αιφνιδιαστική) οικονομική δραστηριότητα, τα παιχνιδάκια των κερδοσκόπων με είδη πρώτης ανάγκης, οι συμφωνίες «κυρίων», η εκμετάλλευση, ή και το «στήσιμο» από τους επιτήδειους δύσκολων καταστάσεων, οι «αρπαχτές» και οι «μαγκιές» εις βάρος της κοινωνίας.
Ωστόσο δεν επρόκειτο απλώς για την θωράκιση της κοινωνίας με τους «κατάλληλους» νόμους, ούτε για «έντιμους» δημόσιους λειτουργούς, που έκαναν ευσυνείδητα το καθήκον τους και άλλα τέτοια αφελή, που προβάλλονται σήμερα ως πανάκειες για ανάλογα προβλήματα. Εδώ, η ίδια η κοινωνία παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και κόβει τα φτερά στην αλητεία της «κονόμας» (Ένας σημερινός οικονομικός αναλυτής θα έμενε κατάπληκτος με την παντελή απουσία «κινήτρων» -άλλη πολυφορεμένη λέξη, που στην σύγχρονη οικονομική ορολογία αποτελεί το επιστημονίστικο συνώνυμο του ξεπουλήματος- προς τους εμπόρους/ «επενδυτές» των ελληνικών πόλεων) .
Για την ελληνική ιδιοσυγκρασία, η οποία ικανοποιείτο με την σύνθεση των πραγμάτων σε ένα πεδίο ανώτερης ενοποίησης, η «οικονομία» δεν μπορούσε να να μείνει ευλαβικά ανέγγιχτη σαν μια δήθεν «ιερή» έννοια, ή σαν ένα «πεπρωμένο» προς το οποίο η κοινωνία όφειλε να κινηθεί. Στην αρχαία Ελλάδα η οικονομία γίνεται αντιληπτή ως ενσωματωμένη στην κοινωνία και όχι ως ξεχωριστός τομέας υπεράνω αυτής.
Η ίδια η λέξη «οικονομία» (π.χ. στους Ξενοφώντα και Αριστοτέλη) δεν σήμαινε τίποτε άλλο από «διαχείριση των υποθέσεων του οίκου» και φυσικά όχι μόνο των χρηματικώς εκπεφρασμένων. Κατά τον ίδιο τρόπο η επέκταση της χρήσης της λέξης για το σύνολο της κοινωνίας επέβαλε μια διεύρυνση της έννοιάς της: οικονομία της πόλης, δηλαδή Πολιτική Οικονομία, είναι η «διαχείριση των υποθέσεων της πόλης», χωρίς τον αυθαίρετο και παραπλανητικό κατατεμαχισμό τους σε χρηματικώς και μή χρηματικώς εκπεφρασμένες.
Επειδή η πόλη (=κοινωνία) νοείτο ως ενιαίος οίκος εντός του οποίου πρέπει να επιτυγχάνεται με πολιτικό τρόπο η έμπρακτη ταύτιση ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, η οικονομική δραστηριότητα όφειλε να υποτάσσεται σε αυτή την αναγκαιότητα.
Πράγμα, που υποχρεώνει στην εξέταση της Πολιτικής Οικονομίας ως εξαρτώμενης και εκπορευόμενης από την αυθεντική πολιτική, δηλαδή από την τέχνη της (αυτο)διοίκησης -όχι του εξουσιασμού- των κοινωνιών.
Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα δεδομένα της σημερινής εποχής, όπου η πολιτική έχει εκφυλλιστεί σε παιδί για τα θελήματα τών οικονομικώς ισχυρών και η οικονομική ορολογία έχει αποκτήσει την μυστικοπάθεια και την ασάφεια της θρησκευτικής ορολογίας (όσο κι αν αρέσκεται να διατυπώνεται με έναν ψευδοεπιστημονικό τρόπο). Την επιστημονικοφανή αυτή ορολογία τήν μηρυκάζουν οι ανυποψίαστοι και οι αδαείς «απλοί άνθρωποι», χωρίς να ξέρουν τί πραγματικά λένε αλλά, δεχόμενοι ασυνείδητα όλο το ηθικολογικό, συναισθηματικό και χειραγωγητικό αποτέλεσμά της (όπως ακριβώς έχει επιτύχει και η θρησκεία).
[Βλ. σχ. Για τη νέα πρόκληση των θεοκρατών με το φυλλάδιο «Προς τον Λαό».: Μιλάνε αυτοί που με την πολιτική τους ισχύ ελέγχουν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και με την οικονομική τους ισχύ την πλειοψηφία των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης, αυτοί που επιβάλλουν και πετυχαίνουν να σκύβουν μπροστά τους το κεφάλι σε ένδειξη υποταγής, όλοι ανεξαιρέτως οι εκπροσωπούντες το Ελληνικό Κράτος, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρωθυπουργό έως την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αυτοί είναι που μιλάνε! Οι ρασοφόρες ακρίδες και το τεράστιο πλήθος των συνενόχων τους, που τώρα υποδύονται τους πατριδαμύντορες -αυτοί που στα «ιερά» τους βιβλία αγνοούν παντελώς την λέξη «πατρίδα»!
Αυτοί είναι που μιλάνε! Οι εκλεκτοί και μοσχαναθρεμένοι των βυζαντινών και οθωμανών κατακτητών, οι συνεργάτες όλων των τυράννων και κατακτητών, οι εφευρέτες του ψυχοτρομοκρατικού «επιχειρήματος» ότι όποτε υποδουλωνόντουσαν οι πιστοί τους ήταν γιατί ο «τριαδικός» Θεός τους το επιθυμούσε!
Αυτά τα καλοζωϊσμένα παράσιτα έρχονται τώρα να δαγκώσουν το υπηρετικό χέρι που επί δεκαετίες τους μπουκώνει και τους σκουπίζει, για να πουλήσουν φιλολαϊκό προφίλ και φιλοπατρία, ουρλιάζοντας υστερικά μέσα από το φυλλάδιό τους ότι η Ελλάδα είναι «χώρα υπό κατοχή». Έτσι πάντως, «για την Ιστορία» που λέμε, θυμίζουμε ότι το 1857, την ίδια χρονιά που στην τραγική πατρίδα μας το υπόδουλο στους ορθόδοξους θεοκράτες Κράτος επέβαλλε στους μαθητές την υποχρέωση του τακτικού εκκλησιασμού υπό την επιτήρηση των δασκάλων τους, στο Μεξικό η κυβέρνηση Χουάρες προέβαινε σε εθνικοποίηση της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας και των μοναστηριών για να την χρησιμοποιήσει ως ενέχυρο για κρατικό δάνειο από το εξωτερικό.
Πέρα από τους ρεκασμούς των θεοκρατών, αυτό θα αποτελούσε για την Ελλάδα του 2011 μια σημαντικότατη βοήθεια για την αποτροπή της εξαθλίωσης των πολιτών της και την εκχώρηση της εθνικής της κυριαρχίας. Μόνο που, για την ώρα τουλάχιστον, δεν υπάρχουν πολιτικοί με το ικανό ανάστημα να το δρομολογήσουν. Οι υπάρχοντες εκχωρούν καθημερινά ολοένα και περισσότερη Ελλάδα στις περιβόητες «αγορές» και παράλληλα σκύβουν υποτακτικά μπροστά στα ρασοφόρα αφεντικά τους.]
Το τί πρέπει να επιλεγεί να γίνει με το σημερινό χρέος της Ελλάδας δεν είναι οικονομική απόφαση αλλά κυρίως πολιτική. (Βλ. Infowar: Επειδή δεν θα πληρώναμε ποτέ σε ένα εστιατόριο χωρίς πρώτα να δούμε το λογαριασμό αποφασίσαμε ότι έτσι θα πρέπει να γίνει και με την αποπληρωμή του χρέους. Ζητάμε το αυτονόητο. Να μας φέρουν το λογαριασμό από αυτά που φάγαμε μαζί τους.)
Η αρχαία ελληνική οικονομία δεν υπήρξε ως κάτι ενιαίο (κάθε πόλη είχε διαφορετικό νόμισμα, δημοσιονομική πολιτική κ.λπ.). Υπάρχουν ωστόσο κάποιοι «κοινοί τόποι», οι οποίοι δίνουν μια εικόνα του πώς οι Έλληνες αντιλαμβάνονταν την Πολιτική Οικονομία και του πώς συγκεκριμενοποιούσαν τις θεμελιώδεις έννοιες της εντάσσοντάς τες στο πεδίο τής γενικότερης πολιτικής, φιλοσοφικής κ.ά. αναζήτησής τους.
Ως προς την αντίληψη περί ατομικού πλούτου, αυτός συνδεόταν με την εξασφάλιση χρόνου για την ενασχόληση με τα κοινά και με την απόκτηση της αρετής (δηλαδή της προσωπικής εξέλιξης και ολοκλήρωσης). Κανείς πλούσιος δεν έγινε ποτέ υποκείμενο θαυμασμού μόνο και μόνο επειδή ήταν πλούσιος, επειδή δηλαδή, όπως θα λεγόταν σήμερα, «τα είχε καταφέρει». Ο πλούτος δεν θεωρείτο ένδειξη της… «δημιουργικότητας» και του… «δυναμισμού» κάποιου (λέξεις που έχουν ευτελιστεί στην -αλωμένη από τις οικονομίστικες εμμονές- καθομιλουμένη).
Ο πλούτος θεωρείτο κάτι θετικό επειδή απάλλασσε από την καθημερινή βιοπάλη και έδινε την χρονική και χρηματική άνεση (αλλά δημιουργούσε και την άγραφη υποχρέωση) σε όποιον τον διέθετε, για να καλλιεργήσει τον εαυτό του και για να προσφέρει στο σύνολο. Η προσφορά αυτή δεν είχε καμμία σχέση με την μετέπειτα επιφανειακή χριστιανική «φιλανθρωπία», που απλώς τονίζει και διαιωνίζει τη δυστυχία των αποδεκτών της, αλλά έπρεπε να διοχετεύεται απ’ ευθείας στις κοινωνικές δομές και να ενισχύει την κοινωνική ευημερία (όπως με δαπανηρότατες ευεργεσίες, κ.ά.).
Οι ίδιοι οι πλούσιοι επιζητούσαν με την οικονομική δραστηριότητά τους, όχι κυρίως περισσότερα χρήματα αλλά, συνήθως, ό,τι και ο οποιοσδήποτε άλλος Έλληνας: τιμή και δόξα από τους συμπολίτες τους και τις μελλοντικές γενιές. Το παράδειγμα του Αθηναίου Κίμωνα, γυιού του Μιλτιάδη, είναι ένα από τα πρώτα, που έρχονται στον νου. Αντιθέτως η ένδεια θεωρείτο κάτι ανεπιθύμητο, όχι επειδή γινόταν αντιληπτή κοινωνικά ως «αποτυχία», αλλά ως πρόσκομμα στην απόκτηση της αρετής (μάλιστα στην Αθήνα υπήρχε και νόμος, που απαγόρευε να κατηγορήσει κανείς κάποιον άλλον για τη φτώχεια του, ή για την τέχνη που ασκούσε - βλ. Δημοσθένους Προς Ευβουλίδην, 30-35).
Αυτός που διέθετε πλούτο, όφειλε να κερδίζει καθημερινά τη γενική εκτίμηση, τόσο με την προσωπικότητά του, όσο και με την παντοειδή στήριξη, που παρείχε στην κοινότητα. Οι πλούσιοι επάνδρωναν συνήθως τις πρώτες γραμμές της οπλιτικής φάλαγγας με το καθολικό, τότε, σκεπτικό, ότι επειδή είχαν περισσότερα να υπερασπίσουν από έναν φτωχό, τούς αναλογούσε και περισσότερο μερίδιο κινδύνου.
Μια τέτοια οικονομία στην κλασική Ελλάδα προϋπέθετε τον συνεχή έλεγχό της από την αυθεντική πολιτική δραστηριότητα, δηλαδή, από την άμεση δημοκρατία των λαϊκών συνελεύσεων.
Σήμερα, όπου το οικονομικό φαινόμενο έχει αποκτήσει διαστάσεις που δεν είχε άλλοτε, δεν έχει νόημα μια διερεύνηση των σημερινών δυνατοτήτων εφαρμογής της άμεσης δημοκρατίας (δηλαδή της μοναδικής πραγματικής Κοινωνίας των Πολιτών), εάν η τελευταία δεν επεκτείνεται κατ’ εξοχήν στο χώρο της παραγωγής των αγαθών και των υπηρεσιών.
Άλλωστε οι σημερινοί πολέμιοι της άμεσης δημοκρατίας (δηλαδή της μοναδικής πραγματικής Κοινωνίας των Πολιτών), δεν προβάλλουν πλέον το παλιό πρόσκομμα τής μή άμεσης επικοινωνίας στις πολυπληθείς σημερινές κοινωνίες, αφού αυτό μπορεί να λυθεί με τις σύγχρονες τεχνολογίες (π.χ. διαδίκτυο): αυτό που προβάλλουν πλέον ως «εμπόδιο» για την εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας (δηλαδή της μοναδικής πραγματικής Κοινωνίας των Πολιτών), είναι η σημερινή γιγαντισμένη οικονομική οργάνωση (και εξουσία), την οποία μάς παρουσιάζουν ως θέσφατο και ως δήθεν «αναπόφευκτο» γεγονός, το οποίο πρέπει να μείνει στο απυρόβλητο.
Στο παραστατικό ντοκυμανταίρ Corporation του Καναδού Μαρκ Άχμπαρ, εξετάζονται οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα προς αυτό, που και οι ίδιες διατείνονται ότι είναι: ως πρόσωπα (νομικής έστω φύσεως). Εξετάζεται η κοινωνική συμπεριφορά τους από ψυχιατρικής πλευράς, σαν να επρόκειτο για φυσικά πρόσωπα. Τα αποτελέσματα είναι πολύ διαφωτιστικά. Σύμφωνα με έναν Διαγνωστικό Κατάλογο Ελέγχου Προσωπικότητας, που έχει καταρτίσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ., ICD-10) η καπιταλιστική επιχείρηση παρουσιάζει τα παρακάτω συμπτώματα:
« - Πλήρης αδιαφορία για τα συναισθήματα των άλλων.
- Ανικανότητα διατήρησης μακροχρόνιων και ανθεκτικών σχέσεων.
- Αδιαφορία για την ασφάλεια των άλλων.
- Τάση για εξαπάτηση: ψεύδεται επανειλημμένα και χειραγωγεί προς όφελός της.
- Αδυναμία να νιώσει τύψεις συνειδήσεως.
- Ανικανότητα συμμόρφωσης με τις κοινωνικές νόρμες και εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς.
Διάγνωση: ψυχοπάθεια.»
Όπως έχει διαπιστωθεί ιστορικά, η κοινωνία μπορεί και δικαιούται να αποφασίζει η ίδια (δηλαδή χωρίς μεσάζοντες και «εκπροσώπους») για τον προσδιορισμό και τον τρόπο ικανοποίησης των αναγκών της, π.χ. για την ίδρυση παραγωγικών μονάδων (και όχι πλέον «επιχειρήσεων»), για την διανομή των αγαθών (και όχι πλέον «εμπορευμάτων»), για τη σχέση της με τη Φύση (και όχι απλώς με το εμπορευματοποιημένο και τουριστικοποιημένο «περιβάλλον»).
Τα παραπάνω δεν μπορούν να συνεχίσουν να επαφίονται στις μειοψηφίες, ή στις επιχειρηματικές συντεχνίες, που ελέγχουν κάθε φορά την «αγορά» (και, κατ’ επέκταση, την πολιτική), αλλά πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μιας ευρείας κοινωνικής αυτοθέσμισης, πολύ απαιτητικότερης από αυτήν των αρχαίων ελληνικών πολιτειών. Μιας αυτόνομης (και όχι ετερόνομης) κοινωνίας, που θα καταστήσει τον χώρο της παραγωγικής διαδικασίας και της Πολιτικής Οικονομίας, μια ζωτική επέκταση του Δημόσιου Χώρου.
Γιατί, δεν νοούνται άνθρωποι που θα είναι υπάκουα και αναλώσιμα στρατιωτάκια στον χώρο εργασίας τους, ενώ όταν βγαίνουν από αυτόν θα μετατρέπονται ως δια μαγείας σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.
Για αντιπαράδειγμα βλ. στην Αθηναϊκή Δημοκρατία : «Η βουλή των 500, το πολυπληθέστερο σώμα αξιωματούχων, αποτελούσε μια οργανωτική επιτροπή της εκκλησίας, ετοιμάζοντας νομοθετικά προσχέδια και καθορίζοντας τη θεματολογία της. Οι 500 βουλευτές καθορίζονταν με κλήρωση, που λάμβανε χώρα μία φορά κάθε χρόνο. Ένας πολίτης μπορούσε να είναι μέλος της βουλής δύο φορές στη ζωή του.
Κάθε πολίτης μπορούσε να καταθέσει προτάσεις στη βουλή. Τυπικά απαγορευόταν η εκκλησία να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς ένα προβούλευμα, δηλαδή μία πρόταση από τη βουλή. Η πρόταση αυτή μπορούσε να είναι συμπαγής, επεξεργασμένη ή ‘ανοιχτή’, που λίγο διέφερε από το να καθορίζει τη θεματολογία της εκκλησίας. Η βουλή ή τα εναλλασσόμενα τμήματά της, οι πρυτανείες, εξυπηρετούσαν ως ένα είδος .
Κάθε μέρα του έτους ένας από τους βουλευτές ήταν αρχηγός του κράτους για αυτή τη μέρα (για παράδειγμα κρατούσε τα κλειδιά του ταμείου και τη σφραγίδα του κράτους και ήταν υπεύθυνος για την υποδοχή ξένων αποστολών και (τον 5ο αιώνα) προέδρευε στις συνελεύσεις της εκκλησίας και της βουλής). Υπολογίστηκε ότι περίπου ένα τέταρτο του συνόλου των πολιτών πρέπει να κατείχε το αξίωμα κάποια στιγμή της ζωής του. Αυτή τη θέση του -τρόπον τινά- ‘αρχηγού του κράτους’ μπορούσε να την κατέχει ο καθένας μια φορά στη ζωή του.»
Αλλά αυτά ξεφεύγουν από το θέμα του παρόντος. Πολύ γενικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η εποχή μας χρειάζεται «ένα σύνολο νέων ευαισθησιών, σε μια ολότητα νέων πολιτισμικών μορφών […], μια ηθική οικονομία στο πλαίσιο της οποίας η λέξη “οικονομία” θα υποδηλώνει την επανοικειοποίηση του αρχαίου ελληνικού όρου, δηλαδή τη διαχείριση του οίκου […], μια νέα πολιτική, που δεν θα είναι τίποτε άλλο από επανοικειοποίηση του αρχαίου ελληνικού ορισμού της, δηλαδή διαχείριση της τοπικής κοινότητας».
Για την σύνθεση:
--
_______________
Ιωάννης Κ. Σοφικίτης
yiansof@gmail.com
Πτυχιούχος Χημείας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Διπλωματούχος Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών,
με Ειδίκευση στην Διοικητική των Επιχειρήσεων με Διεθνή Προσανατολισμό (M.b.a International).
Διπλωματούχος της Θεραπευτικής Τέχνης του Βελονισμού της Ακαδημίας Αρχαίας Ελληνικής και Παραδοσιακής Κινέζικης Ιατρικής.
Εξειδικευμένος Επιστημονικός Συνεργάτης Κλάδου Προηγμένης Φροντίδας Ασθενών της Επεμβατικής Ακτινολογίας & Καρδιολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η επίσκεψη σας στο Θαλαμοφύλακα με τιμά ιδιαίτερως.
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι τρολλιές, οι κουτσουλιές και οι ύβρεις.
Τα υπόλοιπα θα μείνουν για πάντα εδώ, εκτεθειμένα σε κοινή θέα, γι αυτό πριν πατήσετε το κουμπί "Υποβολή", παρακαλώ να ξαναδιαβάσετε αυτό που γράψατε.